Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Το αντιπαραγωγικό κράτος

Του Κ. Καββαθά

Τις προάλλες, ο ορθολογικός Πάγκαλος ξεμπρόστιασε τους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων για την αντιπαραγωγικότητά τους. Φυσικά επειδή δεν είναι δυνατόν να στιγματίζεται κάποιος ως αντιπαραγωγικός αν δεν έχει έργο να επιτελέσει, διότι τότε θα ονομαζόταν άεργος και όχι αντιπαραγωγικός, αυτό που θα εννοούσε μάλλον ο αντι-πρόεδρος ήταν ότι οι αξιωματικοί αντί να παίζουν bingo στις λέσχες της Αθήνας, ίσως θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο σε καμιά λέσχη της Κωνσταντινούπολης, ή των Τιράνων, για να δικαιολογούν και το μισθό τους.

Όταν το καλοσκέφτηκα, διαπίστωσα ότι είχε δίκαιο.

Γιατί λοιπόν το κράτος να συντηρεί στρατό, και αξιωματικούς και επιτελείς, γύρω στους 170,000 αν δεν μ’ εξαπατούν τα στοιχεία που διαρρέουν στο διαδίκτυο, αν δεν επρόκειτο ποτέ, ίσως και σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους να αξιοποιηθούνε καταλλήλως; Κι αυτό ας μείνει μεταξύ μας, δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που θα ήθελε όλο αυτό το δυναμικό να αξιοποιείται καταλλήλως.

Από την άλλη μεριά, γιατί να πληρώνουμε βρε αδελφέ, τόσα ΜΑΤ, αν πρόκειται να αξιοποιηθούν σε μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις όταν δηλαδή κάποιοι θα κατεβαίνουν κάπως πιο δυναμικά στο κέντρο; Πόσο παραγωγικοί είναι τελικά; Πόσο είναι το κόστος εργασίας ανά μονάδα έργου που παράγει ένας υπάλληλος των ΜΑΤ; Δέρνουν όλα τα ΜΑΤ; Όχι. Τότε γιατί να πληρώνουμε και όλους τους υπόλοιπους;

Μετά, το ερώτημα απευθύνεται και στους πυροσβέστες. Γιατί δηλαδή να έχουμε κι από μια πυροσβεστική σε κάθε γωνιά κι από δέκα σε κάθε πόλη; Πόσες φορές πιάνει φωτιά ένα σπίτι; Ειδικά στην Ελλάδα, που είναι όλα τσιμεντένια, σπάνια. Άρα, γιατί πρέπει να έχουμε πυροσβεστική; Δεν είναι αντιπαραγωγική σαν υπηρεσία; Είναι!

Αμ τα σχολειά! Εκεί να δεις. Είναι δυνατόν να απασχολεί το κράτος δεκάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες δασκάλους και καθηγητές για 1+6+6+4 χρόνια για να μάθει το παιδί να συλλαβίζει και άντε το πολύ-πολύ να διαβάζει καμιά αθλητική; Και άντε, ας πούμε ότι κάποια παιδιά τα φωτίζει ο θεός και γίνονται γιατροί, γιατί εμείς να πρέπει να πληρώνουμε και για τα υπόλοιπα που δεν θα κάνουν τίποτε το παραγωγικό;

Είναι δυνατόν να συντηρούμε εμείς οι φορολογούμενοι αντιπαραγωγικές σχολές όπως φιλοσοφίας, ιστορίας, κοινωνιολογίας, και να μην υπάρχει ούτε μια σχολή επιχειρηματικότητας που να βγάζει επιχειρηματίες, το μόνο παραγωγικό και χρήσιμο κομμάτι της κοινωνίας; Πώς τους διέφυγε αυτή η αντίφαση των ορθολογικών εκσυγχρονιστών;

Γιατί να υπάρχουν ερευνητικά ιδρύματα; Τι είναι η γνώση, αν δεν υλοποιείται σε προϊόν που να πουλιέται πάραυτα σε Malls; Μπαρμπούτσαλα.

Γιατί στο κάτω κάτω να υπάρχει και Βουλή; Τι έργο παράγουν οι βουλευτές; Πόσο μάς στοιχίζει η ανάταση χειρός, αυτό το ‘ΝΑΙ” ή “ΟΧΙ” τέλος πάντων που χρειάζεται να πουν σε ψηφοφορίες με προαποφασισμένο αποτέλεσμα; Αφού έτσι κι αλλιώς ό,τι είναι να ψηφιστεί, θα ψηφιστεί. Γιατί να χρειαζόμαστε να συμβαίνει μέσα από μια πανάκριβη τελετουργία;

Εμ, κι ο Πρωθυπουργός! Πόσο παραγωγικός είναι ο άνθρωπος; Δεν θα μπορούσε τη δουλειά αυτή να την κάνει κάποιος πιστοποιημένος μεταφραστής, ο οποίος τουλάχιστον να γνώριζε ελληνικά;

Μ’ αυτά και με κείνα θεωρώ ότι ο Πάγκαλος είχε δίκαιο. Και αν με ρωτήσετε αν είναι και ο ίδιος παραγωγικός, θα σας απαντήσω ότι είναι και μάλιστα πολύ. Όχι σαν πολιτευτής φυσικά, αλλά σαν μια πρώτης τάξεως κοπρομηχανή…

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Αλεξάκης: «Κατεβάστε και καμία ιδέα»

του Σταύρου Θεοδωράκη

Οι πορείες είχαν τελειώσει αλλά στους δρόμους υπήρχαν ακόμη αποκαΐδια. Ραντεβού, μου έδωσε στο κέντρο. «Για να επισκεφθώ πρώτα το μέτωπο», μου είχε πει. Τα γεγονότα δεν τα είχε ζήσει – ήταν στον Παρίσι, όταν ο Κορκονέας σκότωσε τον μαθητή – και ήθελε, από ότι φαίνεται, να μυρίσει λίγο τον αέρα της μάχης. Τελικά μου παρουσιάστηκε χαμογελαστός. Δεν τον περίμενα αλλά τώρα που το σκέφτομαι αυτόν τον άνθρωπο δεν τον έχω δει ποτέ συνοφρυωμένο. Πάντα ένα μικρό χαμόγελο τραυματίζει την εικόνα του σοβαρού διανοούμενου που έχουν οι Έλληνες γι’ αυτόν. Μόλις δώσαμε τα χέρια άρχισα τις ερωτήσεις.

Πως είδατε τον «ελληνικό Μάη».

- Η διαφορά είναι ότι η γενιά του Μάη του ’68 προέρχονταν από μια κοινωνία η οποία αμφισβητούσε ειλικρινά το μοντέλο της κατανάλωσης, το αμερικάνικο μοντέλο. Ενώ σήμερα καίνε το αυτοκίνητο του οποίου δεν έχουν τα κλειδιά. Είδαν τα κοκτέιλ μολότοφ σαν πιστωτικές κάρτες. Δεν μπορώ να μπω στο μαγαζί που έμπαινε η μάνα μου από την πόρτα, θα μπω από την τζαμαρία.

Σας θύμισε έστω την εξέγερση στα προάστια του Παρισιού;

- Όχι, μόνο η αφετηρία ήταν ίδια. Στο Παρίσι 2 νεκρά παιδιά, στην Αθήνα 1. Αλλά στην Γαλλία εξεγέρθηκαν, οι αποκλεισμένοι. Όταν έχεις πατέρα από τη Σενεγάλη ή από την Αλγερία πολύ δύσκολα σε προσλαμβάνουν οι επιχειρηματίες. Και στην τηλεόραση, δεν εμφανίζονται συχνά μαύροι ή έστω Άραβες. Εδώ όμως μαθαίνω ότι βγήκαν στους δρόμους τα παιδιά των γιατρών, των καθηγητών, των δικαστικών, τα παιδιά της Κυβέρνησης δηλαδή. Σίγουρα μέσα σε αυτόν τον κόσμο που έτρεχε στους δρόμους υπήρχαν και χιλιάδες άλλες περιπτώσεις.

Πάντως όντως δεν ξεκίνησε από τους αποκλεισμένους. Ο Αλέξανδρος άλλωστε έμενε στο Παλαιό Ψυχικό και η μητέρα του είχε χρυσοχοείο στον ακριβότερο δρόμο των Αθηνών.

-Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί συνέβησαν όλα αυτά. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα διπλό δράμα εδώ. Δεν είμαι ψυχαναλυτής της νεολαίας αλλά αυτά τα παιδιά βρίσκονται σε αδιέξοδο. Το όνειρο ζωής που τους έχει πουλήσει η κοινωνία, η εύκολη οικονομική επιτυχία δηλαδή, βλέπουν ότι δεν μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί.

Η επιτυχίες του μπαμπά και της μαμάς δεν μπορούν να συνεχιστούν.

- Ακριβώς. Το πλαστό όνειρο, τα ακριβά αμάξια, οι εξωτικές διακοπές, απομακρύνονται.

Τα όσα φώναξαν τα παιδιά, πως τα βρίσκεται;

- Επειδή δεν θέλω να τα κολακέψω θα τους έλεγα ευθέως «κατεβάζετε τις τζαμαρίες εντάξει, αλλά κατεβάστε και καμία ιδέα». Δεν μπορώ να ακούω διαφορές ανοησίες που έλεγαν και οι γιαγιάδες μας για την αγάπη και το χωριό τους. Διαβάστε Αριστοτέλη, κάντε κάτι . Αλλά θα μου πείτε ο Καραμανλής δεν έχει ιδέα, στο Κοινοβούλιο δεν έχουν ιδέες, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ιδεολογία, ποιος θα πει κάτι καινούριο σε αυτή τη Χώρα;

Για πείτε μου εσείς κάτι καινούργιο.

-Να αρχίσουμε να κοιτάμε και πιο πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Να δούμε ότι υπάρχει ένα δις πεινασμένοι. Να αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι με τους μετανάστες μας. Να ζητήσουμε ψήφο από τα 16. Για όλα αυτά φώναξαν; Ή τουλάχιστον έκαψαν τα αυτοκίνητα που μολύνουν περισσότερο την ατμόσφαιρα, να γλιτώσουμε από αυτά τα θηριώδη τζιπ.

Φώναξαν κυρίως «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αυτό ίσως που φώναζαν κάποτε και οι γονείς τους. Ωσάν οι «μπάτσοι» να είναι σήμερα, ο σημαντικότερος κρίκος της εξουσίας.

-Σε καμία περίπτωση. Λες και παίζουμε σε θέατρο σκιών. Δε θα προχωρήσουμε ποτέ δηλαδή; Απλώς θα καταλήξουμε να προσθέσουμε και μια παράσταση με τίτλο «Ο Καραγκιόζης κουκουλοφόρος»;

Σας ενόχλησαν οι κουκούλες;

-Το μόνο που με προβληματίζει με τις κουκούλες είναι ότι όλοι θα μπορούν να ισχυρίζονται ότι ήταν και αυτοί στα γεγονότα. Όλα αυτά, σε λίγο, θα γίνουν αναμνήσεις παλαιών πολεμιστών και ο καθένας θα λέει «ήμουν και εγώ εκεί».

Κάπως έτσι κύλησε η κουβέντα μου με τον συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη λίγες μέρες μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Δυο χρόνια από τότε δημοσιογράφοι, πολιτικοί, καθηγητές συνεχίζουν να κολακεύουν την «γενιά του Αλέξη» λέγοντας ψεύτικες ιστορίες και πουλώντας προστασία. Ένας καθηγητής δήλωσε ότι η νεολαία εξεγέρθηκε το 2008 γιατί διαισθάνθηκε την κρίση του 2010! Ένας πολιτικός φώναξε ότι είναι έτοιμος να μπει ο ίδιος φυλακή (sic) για τους αγώνες της νεολαίας! Ένας δημοσιογράφος έγραψε ότι η χούντα του ΔΝΤ θα σκοντάψει σε ένα Δεκέμβρη που θα θυμίζει έναν Νοέμβρη! Άρες μάρες κουκουνάρες δηλαδή που δεν θα είχαν καμία τύχη αν οι υπόλοιποι μπορούσαμε να συνομιλήσουμε οι ίδιοι με τη νέα γενιά. Δεν μπορούμε όμως. Οι περισσότεροι άλλωστε σε αυτή την κοινωνία – από τους πολιτικούς ηγέτες μέχρι τους γραφιάδες και από τους συνδικαλιστές μέχρι τους διανοούμενους –είναι ή μάλλον είμαστε αφοσιωμένοι στην προσπάθεια να σώσουμε το τομάρι μας. Και αφήνουμε τους γεροντοέφηβους να απλώνουν χέρι, αντί - όπως θα έλεγε και ο Αλεξάκης – να τους το κόψουμε.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Δες κάτι αστείο

Του Γιάννη Καλαμίτση


Εσυ, μου είπε ο διευθυντής μου, θα γράφεις αστεία χρονογραφήματα, για αστεία πράγματα. Τα σοβαρά θα τα γράφουν άλλοι! Το δέχομαι και πολύ ευχαρίστως!

Δες λοιπόν κάτι αστείο: σαν σήμερα πέθανε ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Το 1912. Πού είναι το αστείο; Οχι στο ότι πέθανε, αλλά στο πώς! Σκοτώθηκε, σε πόλεμο, υπερασπιζόμενος την Πατρίδα. Δεν έχει πλάκα, σήμερα, 2010, να λες πως κάποιος έπεσε υπέρ Πατρίδος, όταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης χαρακτηρίζει όσους είναι στις Ενοπλες Δυνάμεις τουλάχιστον ως «μη παραγωγικούς»;

Ο Μαβίλης ήταν από πλούσια οικογένεια και έγραφε ποιήματα. Στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912, παρά τα 53 του χρόνια, κατετάγη ...

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Εγώ δεν ήμουν στο Πολυτεχνείο!

Αρθρο του 2007
απο τον ΠΙΤΣΙΡΙΚΟ

Κι όμως, υπάρχει κάτι που έχει αλλάξει στη χώρα μας. Επί χρόνια άκουγες διάφορους να εκστομίζουν τη φράση «ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο». Το έλεγαν μάλιστα με ύφος «τι να σου λέω τώρα, δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά» και άφηναν έναν αναστεναγμό – τον αναστεναγμό του πληγωμένου αριστερού που είδε τα όνειρά του για έναν καλύτερο κόσμο να γίνονται συντρίμμια.

Αν πιστέψουμε όλους αυτούς που κατά καιρούς έχουν δηλώσει πως βρίσκονταν εκεί τις ιστορικές και τραγικές μέρες του Νοέμβρη του ’73, μέσα στο Πολυτεχνείο θα πρέπει να βρίσκονταν γύρω στα 3 εκατομμύρια άτομα.

Βέβαια, η γενιά του Πολυτεχνείου δεν ήταν στο Πολυτεχνείο – η γενιά του Πολυτεχνείου ήταν αραγμένη στο σπίτι της, όπως ακριβώς και η σημερινή. Στο Πολυτεχνείο βρίσκονταν μερικές εκατοντάδες όμορφοι νέοι. Τα τελευταία χρόνια, όλο και λιγότεροι δηλώνουν πως βρίσκονταν στο Πολυτεχνείο – δεν πουλάει πια.

Δεν θα αργήσει η μέρα που κάποιος θα δηλώσει δημοσίως «εγώ δεν ήμουν στο Πολυτεχνείο» - σαν αυτό να είναι ένδειξη εντιμότητας και αθωότητας- και το κοινό θα τον αποθεώσει. Κι αυτοί, που αποδεδειγμένα βρίσκονταν εκεί, θα το κρύβουν για να μην …παρεξηγηθούν. Αν θέλεις να απαξιώσεις κάποιον, θα του λες «Εσύ μη μιλάς! Ήσουν στο Πολυτεχνείο!». Σημεία των καιρών.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Το σοφό μήνυμα

του Ανδρέα Πετρουλάκη

Ένας ακροδεξιός στα Γρεβενά παίρνει τηλέφωνο έναν του ΚΚΕ στην Αριδαία και έναν του Κουβέλη στα Χανιά και τους ρωτάει τι θα ψηφίσουν ώστε ανάλογα να αποφασίσει τι θα ψηφίσει κι ο ίδιος. Ένας δεξιός στα Σούρμενα συνεννοείται με έναν αντιεξουσιαστή στα Εξάρχεια και έναν πασόκο στη Φολέγανδρο για το αν θα πάνε να ψηφίσουν και τι ο καθένας τους. Σε όλη τη Ελλάδα έχουν ανάψει τα τηλέφωνα ώστε οι πολίτες, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, να συντονίσουν την ψήφο τους για να δημιουργηθεί το κατάλληλο μίγμα στα τελικά αποτελέσματα το οποίο θα στείλει το σωστό για την περίσταση μήνυμα προς την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Όσο αλήθεια είναι όλα αυτά τόσο υπαρκτή είναι αυτή η θεμελιώδης βλακεία που ακούμε επί τετραετίες για τον σοφό λαό που ψηφίζει σοφά. Και στέλνει το άλλο ανύπαρκτο πράγμα, αυτό που ονομάζουμε μήνυμα, το οποίο όπως όλοι καταλαβαίνουμε είναι επίσης σοφό.

Η κολακεία του λαού από τα κόμματα δεν έχει όρια. Είναι όμως άλλο πράγμα σε μια δημοκρατία να σέβεσαι με ευλάβεια τη λαϊκή ψήφο ό,τι αποτέλεσμα και αν παραγάγει, και άλλο πράγμα της δίνεις υπόσταση θεϊκής νομοτέλειας. Άλλο πράγμα να πιστεύεις ότι ο λαός είναι κυρίαρχος και άλλο να πιστεύεις ότι είναι σοφός. Και αντί να αποδέχεσαι την απλή αλήθεια ότι ανάμεσα στους πολίτες υπάρχει πανσπερμία απόψεων, γνώσεων, προβλημάτων, στάσεων ζωής, επιρροών, εμμονών, ιδιαιτεροτήτων και όλων αυτών των πραγμάτων, τέλος πάντων, που ωθούν κάποιον να ψηφίσει έτσι ή αλλιώς, μιλάς σαν το εκλογικό σώμα να είναι μονοπρόσωπο, μονοσήμαντο, και σοφό βεβαίως.

Και αφού αρχίσει το ένα ψέμα ακολουθούν αβίαστα τα επόμενα. Διαλέγεις το κομμάτι του αποτελέσματος που ταιριάζει με την προαποφασισμένη πολιτική ερμηνεία που θα δώσεις θεωρώντας το επίσης μονοσήμαντο. Οι άλλοι διαλέγουν τα υπόλοιπα κομμάτια με τα ίδια κριτήρια και αρχίζει το κανονικό δούλεμα, δηλαδή οι παράλληλοι μονόλογοι ευχαριστημένων κωφών και ανέπαφων με την συνολική πραγματικότητα , αυτό δηλαδή που έχουμε μάθει αδιαμαρτύρητα να ονομάζουμε πολιτικό διάλογο.

Στο μεταξύ ο σοφός μπορεί να απέχει των εκλογών σε ποσοστά μέχρι 60% (ξεπερνώντας τον «αφελή» και « απολίτικο» αμερικανικό λαό) και να ψηφίζει το ίδιο καλά Ποδηλάτες και Χρυσή Αυγή, Ψινάκη και Καμίνη, Ψωμιάδη και Μπουτάρη. Και αντί οι πολιτικοί να κάνουν το αυτονόητο, να αναγνωρίσουν δηλαδή τα υπαρκτά πλειοψηφικά και μειοψηφικά ρεύματα που δημιουργεί κάθε φορά η πολιτική συγκυρία και να προσπαθήσουν να τα ερμηνεύσουν στην ποικιλία τους, αναγνωρίζοντας την περιπλοκότητα που έχει η κοινωνία, ο λαός της και η ίδια η ζωή, τα βάζουν όλα στην ίδια μασχάλη του κολοβού μηνύματος. Ας προσέξουν όμως γιατί ο σοφός αν κάτι έχει αρχίσει πραγματικά να συνειδητοποιεί, ό,τι κι αν ψήφισε, είναι ότι οι πολιτικοί του και τα εργαλεία επικοινωνίας τους έχουν ξεπεραστεί.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

«Ξύπνησαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη»

του Γιώργου Λακόπουλου

Ποιος κέρδισε σ' αυτές τις εκλογές; Απάντηση: όλοι! Όλα τα κόμματα; Όχι. Όλοι οι πολίτες! Ή μάλλον όλοι οι πολίτες που για πρώτη φορά έδειξαν ότι απογαλακτίζονται από τους κομματικούς μηχανισμούς της Μεταπολίτευσης. Αυτοί οι μηχανισμοί τους κρατούσαν αιχμάλωτους. Όριζαν τη σκέψη και την κρίση τους. Τους απαγόρευσαν πως θα συμπεριφερθούν στο δημόσιο χώρο και πως θα ψηφίσουν. Τους έβαζαν μπροστά σε κατασκευασμένα διλλήματα και τόση εξαγόρασαν με το δημόσιο χρήμα που προορίζονταν για άλλους σκοπούς. Τους έκαναν πλύση εγκέφαλου με ψεύτικους διαχωρισμούς μετεμφυλιακής έμπνευσης της. Και τους καλλιεργούσαν έννοιες όπως «κομματικό καθήκον», «παραταξιακή συνείδηση», πάνω στις οποίες, στηθήκαν κομματικά οικοδομήματα -μέσα στα όποια εγκαταστάθηκαν κομματικά κωθώνια.


Αν διαβάσει κάνεις διαφορετικά το αποτέλεσμα τις Κυριακής θα καταλήξει στην ατάκα της Μάρως Κοντού προς τον Γιώργο Κωνσταντίνου: «Ξύπνησαν οι σκλάβοι Αντωνάκη». Δεν εννόησε τον Σαμαρά -αλλά θα μπορούσε να εννοεί ολόκληρη την κομματική αριστοκρατία της Κληρονομικής Δημοκρατίας που εγκαταστάθηκε στη χώρα εδώ και πολλές δεκαετίας. Για πρώτη φορά οι πολίτες αρνήθηκαν να γίνουν μέρος του κομματικού προβλήματος της χώρας. Έστω και δια της αποχής.

Δεν είναι ευχάριστο -και δεν είναι και τόσο καλό για τη Δημοκρατία αν συνεχιστεί- ότι αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στο έργο «οι καλοί οι καλοί και οι άσχημοι». Ήταν όμως ένας τρόπος να δείξουν στα κομματικά μαγαζιά ότι δεν μπορούν να τους υπολογίζουν πλέον ως πελατεία τους. Η αποχή ήταν συνειδητή, ήταν πολιτική και ήταν στερεη ως απόφαση. Ακόμη και αν σε ορισμένες πλευρές της μπορεί να διακρίνει κάνεις ακόμη και αντικοινοβουλευτικές διαθέσεις.

Η πρώτη ομάδα αντίστασης είναι αυτή που δε πήγε στην κάλπη. Η δεύτερη είναι αυτή που πήγε αλλά χωρίς το ψηφοδέλτιο στον κόρφο. Τα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι κομματικοί υποψήφιοι πανελλαδικά, είναι τα χαμηλότερα από ποτέ. Τα δήθεν φαβορί δοκίμασαν δυσάρεστες εκπλήξεις και οι «χαμένοι από χέρι» θα βρίσκονται από τον Ιανουάριο στα δημοτικά συμβούλια. Για πρώτη φορά θα χρειαστούν τόσες επαναληπτικές εκλογές για να βγουν δήμαρχοι και φυσικά εντυπωσιάζει ότι η ρευστότητα στην εκλογές περιφερειαρχών. Ας αφήσουμε τις στημένες παραστάσεις ικανοποίησης. Ήταν φαιδρό φαινόμενο να πανηγυρίζει η ΝΔ γιατί πήρε …20% στην Αττική. Όσο για το ΠΑΣΟΚ θα έπαιρνε λιγότερο χωρίς τη λιτή και πάντως απολύτως αυτοδιοίκητη υποψηφιότητα του Γιάννη Σγουρού που έσωσε την παρτίδα αποκλειστικά με το ύφος της προσωπικής παρουσίας του.

Συμπέρασμα. Οι ψηφοφόροι αρχίζουν σιγά να γίνονται πολίτες.

Το αποτέλεσμα της Κυριακής έδειξε ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει στη βάση της κοινωνίας, η τουλάχιστον στις συμπεριφορές του εκλογικού σώματος. Μόνο που όπως συμβαίνει με όλες τις αλλαγές, υπάρχουν κίνδυνοι η να οδηγηθούν σε πισωγύρισμα, η να εξελιχτούν σε λάθος κατευθύνσεις, αν δεν πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους οι κατάλληλοι άνθρωποι. Όποιος δεν το πιστεύει ας μελετήσει λίγο τα αποτελέσματα στα εκλογικά τμήματα της περιοχής του Άγιου Παντελεήμονα.

Απέχω, άρα υπάρχω

της Μαρίας Χούκλη

Γιατί όλοι οι πολιτικοί όλων των κομματικών εκφάνσεων τρέμουν τόσο πολύ την αποχή;

Τους παρατηρούσα το βράδυ των εκλογών. Φώναζαν, επιχειρηματολογούσαν, ερμήνευαν, παρερμήνευαν, ειρωνεύονταν, υπεξέφευγαν, έδιναν λιγότερο ή περισσότερο συμπαθητικές παραστάσεις. Για να υπερασπιστούν τα ποσοστά του κόμματός τους ή για να αμφισβητήσουν τα ποσοστά των αντιπάλων τους. Όταν όμως έφθανε η συζήτηση στο θέμα της αποχής, όλοι γλύκαιναν, χαμήλωναν τον τόνο της φωνής τους, έπαιρναν στεναχωρημένο ύφος, έμοιαζαν με γονείς που δείχνουν κατανόηση για το προβληματικό παιδί τους και το «ολίσθημά» του.

Διαβεβαίωναν ότι είναι έτοιμοι να αφουγκραστούν την ηθελημένη απουσία του κόσμου από την κάλπη και τι σημαίνει. Μετά δυσκολίας έκρυβαν την ανησυχία τους για την εκτροπή από το «πολιτικά λογικό και αυτονόητο». Για την απόδραση, την αμφισβήτηση και ανυπακοή των πολιτών. Ωστόσο γρήγορα έβρισκαν την αυτοκυριαρχία τους και ανεβάζοντας μια κλίμακα τον τόνο της φωνής τους, παρέδιδαν μαθήματα δημοκρατίας: «δεν είναι πολιτική στάση η αποχή, πρέπει να ψηφίζετε και ας ψηφίζετε ο,τι να ναι». Μόνο το «σας παρακαλούμε» έλειπε αλλά σχεδόν το υπονοούσαν.

Γιατί όλοι οι πολιτικοί όλων των κομματικών εκφάνσεων τρέμουν τόσο πολύ την αποχή; Να έχουν διαβάσει το Περί φωτίσεως του Σαραμάγκου λίγο δύσκολο το βλέπω. Ο προφητικός Πορτογάλος έστησε το μύθο του με αφορμή κάποιες δημοτικές εκλογές, κάπου, κάποτε και έβαλε έναν λαό να ψηφίζει κατά 70% λευκό προκαλώντας σοκ στην πολιτική ηγεσία του τόπου, η οποία φοβισμένη από το αποτέλεσμα, προκηρύσσει επανάληψη των εκλογών. Αυτή τη φορά η λευκή ψήφος αγγίζει το 83%. Η κυβέρνηση θορυβημένη , χαρακτηρίζει την στάση των πολιτών «καθαρή και απροκάλυπτη τρομοκρατία», αναστέλλει το Σύνταγμα και κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Εγκαταλείπει την πόλη μαζί με τις αρχές ασφαλείας, νομίζοντας ότι θα προκληθεί χάος. Η πόλη όμως θα λειτουργήσει: οι κάτοικοι θα αυτο-οργανωθούν και η κοινωνία θα επιβιώσει. Οι ιθύνοντες πανικόβλητοι, επιστρέφουν και με τους πάσης φύσεως μηχανισμούς θα επαναφέρουν τη «δημοκρατική ομαλότητα».

Η αποχή από τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου δεν είναι μυθιστόρημα και δεν ξέρουμε ούτε τη συνέχεια ούτε το τέλος. Αλλά αυτή τη φορά ακούστηκε πιο δυνατά από ποτέ η εκκωφαντική σιωπή «ορφανών» πολιτικών υποκειμένων που νιώθουν εντός, εκτός και επί τα αυτά. Ποιος θα διαβάσει σωστά την «αλληλουχία των κρυφών μηνυμάτων» του 40%;

Έλεος, όχι άλλοι μάγειροι!

του Δημήτρη Καμπουράκη

Εμένα μ’ αρέσει το φαγητό. Φαίνεται εξ’ άλλου, χοντρός είμαι. Αλλά αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στην τηλεόραση ξεπερνά και τους χοντρούς και τους τετράπαχους και τους τόφαλους. Όλοι μαγειρεύουν. Παντού κατσαρόλες, τηγάνια, τετζερέδια, μπλάστες και εκατό λογιών κουταλοπήρουνα. Όπου γυρίσω το μάτι μου βλέπω πλεξούδες από σκόρδα, σακιά από πατάτες, λεκάνες με ζυμάρια, σπαλομπριζόλες και γαριδοκαραβίδες. Τι στο καλό έπαθαν όλοι τους και σκύψανε με τόση ευλάβεια πάνω στα πολυμίξερ και τις γκαζιέρες; Πότε έγινε της μόδας να είσαι μάγερας και δεν το κατάλαβα; Από παντού ξεπροβάλλουν στρατιές μελλοντικών βασιλιάδων της κουζίνας έτοιμοι να σφάξουν ο ένας τον άλλον σαν αρνί του Πάσχα μπροστά στους πεινασμένους τηλεθεατές. Κρατάνε στα χέρια τους μακριά μαχαίρια και γυαλιστερές κουτάλες και καταγίνονται με κάτι αλλόκοτα υλικά που πρώτη φορά τ’ ακούω. Σαν το φινόκιο. Τι είναι ρε παιδιά αυτό το φινόκιο; Ό,τι φαγητό κι αν φτιάξουν, φινόκιο τού ρίχνουν.


Συγνώμη αλλά από πότε τα γεμάτα σάλτσες χέρια, οι καταλαδωμένες ποδιές και η τηγανίλα της κουζίνας έγιναν τόσο in; Μη με παρεξηγήσετε, έντιμη, συμπαθέστατη και χρησιμότατη δουλειά είναι, απλώς αναρωτιέμαι πως ξαφνικά εκτοξεύτηκε στον γαλαξία της πιο top γκλαμουριάς της ελληνικής κοινωνίας. Ποιος διεστραμμένος μετέτρεψε τις γραβιέρες, τα σέσκουλα, τα άνιθα, τις πέρκες, τους μπακαλιάρους και τις σηκωταριές στο απόλυτο Greek Dream; Τι παράκρουση είναι αυτή πάλι; Από πού ξεφύτρωσαν όλες αυτές οι ξύστες, τα χαβάνια, τα σουρωτήρια, τα χτυπητήρια και τα μπακιρικά που μπήκαν στη ζωή μας; Τι μανία τους έπιασε άντρες-γυναίκες και θέλουν σώνει και καλά να γίνουν ταβερνιάρηδες; Κάτι σωματαράδες μουσάτοι, κάτι ντιρέκια ως εκεί πάνω, αντί να καβαλήσουν μια 900κοσάρα μηχανή και να βγουν για γκόμενες, ζώνονται τις καρό ποδιές και σουφρώνουν τα χειλάκια τους σαν τη θειά μου τη Φιφίκα όταν δοκιμάζει τους μπουμπουριστούς χοχλιούς της. Και μη χειρότερα. Πού ξανακούστηκε να στέκονται δώδεκα νοματαίοι πάνω από ένα μίξερ και να κουβεντιάζουν με τις ώρες πόσο αραιή πρέπει να ‘ναι η μαρέγκα; Και αφού αποφουρνίσουν, να τρώγονται μεταξύ τους σαν τις Κατίνες διότι δεν ψήστηκε καλά η ζύμη της τάρτας, δεν έδεσε καλά η μπεσαμέλ και δεν ήταν αρκετά τραγανό το φινόκιο. Και τι στο διάολο είναι αυτό το φινόκιο τέλος πάντων; Ψάρι, τυρί ή αγριόχορτο;

Μπορεί κάποιος να μου πει τι σημαίνει «έντιμο αλλά άχρωμο πιάτο»; Δηλαδή, για να ψήσει κάποιος μια ρημαδιασμένη μερίδα φαγητό, πρέπει να έχει σπουδάσει στη σχολή καλών τεχνών του Μετσοβίου και για να τη σερβίρει πρέπει να έχει διδακτορικό διακόσμησης εσωτερικού χώρου από τη Φλωρεντία; Γιατί ένα μπιφτέκι με πατάτες και λίγη σαλάτα, θα πρέπει να είναι σαν μεσαιωνικό φρούριο; Γιατί η μουστάρδα στην άκρη πρέπει να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα; Και γιατί οι αστακοί πρέπει να στέκονται όρθιοι στην πιατέλα και να σπρώχνονται με τις κεραίες τους σαν το άγαλμα της Πλατείας Κλαυθμώνος; Με ποια λογική, μόλις ξαπλώσει ο αστακός πάνω στα μακαρόνια, ο μάγειρος βγαίνει άχρηστος και βάζει τα κλάματα; Άσε αυτά τα κλάματα. Μα καλά, δεν ντρέπονται λιγάκι; Κοτζάμ μαντράχαλοι και μεγάλες γυναίκες, να μιξοκλαίνε όλοι μαζί σαν νήπια επειδή φοβούνται μήπως τους διώξουν από την κουζίνα; Μέχρι προχθές, ο άντρας δεν έμπαινε στην κουζίνα ακόμα κι αν του ‘βαζες πιστόλι στην πλάτη, ενώ η γυναίκα έκανε αμάν να βγει από κει μέσα και να κάτσει πέντε λεπτά στο σαλόνι. Τώρα τι τους έπιασε όλους και αλυσοδένονται στους πάγκους της σαν τους ακτιβιστές της Greene Peace, μήπως και τους αφαιρέσουν το δικαίωμα να χτυπάνε αυγολέμονα και να πλάθουν κουλουράκια; Κάνουν από πάνω και εθνικοπατριωτικές δηλώσεις του τύπου: «Θα δώσω και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου για να παραμείνω».

Πού να παραμείνεις ρε μεγάλε; Φόρεσες έναν χρυσό κρίκο στ’ αυτί σαν πειρατής τού Καβαδία, έδεσες μαύρο μαντήλι στο ξυρισμένο κεφάλι σου, έβγαλες δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα που αρρώστιες τα ‘χουνε τσακίσει τροπικές, μόνο και μόνο για να σερβίρεις κρεμ μπρουλέ; Και σε πιάνουν τα υπαρξιακά σου επειδή δε μπόρεσες να ψιλοκόψεις το κρεμμύδι σε πέντε κινήσεις; Ου να χαθείς ρε, που τρώς γεμάτος αγωνία τα νύχια σου, όσο ο τύπος της επιτροπής δοκιμάζει «το πιάτο σου». Τόση περηφάνια πια γι’ αυτό το «πιάτο σου» δεν έδειχνε ούτε ο μπάρμπας μου ο Στεφανής όταν μιλούσε για το παράσημο του στην Αλβανία. Είπαμε, αλλάζουν οι εποχές αλλά είστε σίγουροι ότι αποτελεί πρόοδο να τραγουδάμε «μην βροντοχτυπάς τις χάντρες, η φουφού κάνει τους άντρες»;

Αμ αυτές οι επιτροπές με τους σεφ; Τι στυλάκι είναι πάλι τούτο που πλασάρουν; Ο καθένας χωριστά μπορεί να είναι συμπαθέστατος, αλλά όλοι μαζί είναι ανυπόφοροι. Κι αν το στυλ δεν είναι δική τους επιλογή αλλά του τηλεοπτικού concept, τότε το concept είναι για σφαλιάρες. Εντάξει, ξέρω ότι οι καιροί του αντικομφορμισμού έχουν παρέλθει και ότι ξαναγυρίσαμε στην κοινωνία της ιεραρχίας, αλλά υπάρχουν και όρια βρε αδερφέ. Τι είναι αυτό το στήσιμο δηλαδή; Όρθιοι, ακίνητοι, ανέκφραστοι, να περιμένουν τον μελλοθάνατο που τους πλησιάζει κάτωχρος με την ψητή κολοχτύπα του ανά χείρας. Χαλαρώστε λίγο, μάγειρο κρίνετε, όχι κανέναν αρχιπεζοναύτη που θα στείλετε σε αποστολή αυτοκτονίας στα μετόπισθεν του εχθρού. Κι εσύ ρε συφοριασμένε διαγωνιζόμενε, γιατί τρέμεις έτσι μπροστά τους; Σεφ είναι, όχι επιτροπή των Ες-Ες στο Άουσβιτς. Τον πουρέ που έφτιαξες θα βαθμολογήσουν, δε σε πάνε για εκτέλεση. Γιατί κλείνεις γεμάτος απελπισία τα μάτια σου, όταν ο ανακριτής πλαταγιάζει τη γλώσσα του διαπιστώνοντας με υποδόρια απέχθεια ότι κάποιοι κόκκοι ζάχαρης δεν έχουν διαλυθεί και κάνουν «κρίτσι-κρίτσι»; Σιγά πια, ζάχαρη είναι κρίτσι-κρίτσι θα κάνει. Αλλά τι στο διάολο ζητά η ζάχαρη στον πουρέ, μωρέ; Φαί έφτιαξες ή γλυκό; Νάσου πάλι και κείνο το φινόκιο; Έβαλες φινόκιο και στον πουρέ; Που το μάθατε όλοι σας το φινόκιο ρε κι εγώ δεν το ‘ξερα;

Αφήστε πια εκείνο το φτύσιμο της μπουκιάς. Στην Κρήτη, αν πας στο σπίτι κάποιου και φτύσεις το φαί που θα σου σερβίρει, θα κατέβεις κουτρουβαλώντας τη σκάλα. Από την άλλη, για μπείτε και στη θέση των κριτών. Αν εμένα μου βάζανε σαράντα πιάτα μπροστά μου κι έτρωγα πρώτα γαρίδες, μετά φασολάδα, μετά μακαρόνια με τυρί, μετά κρέμα καραμελέ, μετά αρνίσια παϊδάκια, μετά ανθότυρο με μέλι και συνέχιζα με μπριάμ, σαλάτα καραμελωμένων φουντουκιών, σνίτσελ πεσκανδρίτσας, ντολμάδες με γιαούρτι, μους σοκολάτας κι έπειτα μπουγιαμπέσα και κοκκινιστό κουνέλι, για να καταλήξω σ’ ένα γαλακτομπούρεκο και σε μπακαλιάρο σκορδαλιά, να με συμπαθάτε αλλά θα έτρεχα κατ’ ευθείαν στη λεκάνη να ξεράσω. Οπότε πάλι ευγενικοί είναι που το φτύνουν στη σακούλα των σκουπιδιών.

Λοιπόν, αυτή ιστορία με τους χιλιάδες υποψήφιους μαγείρους, τις χύτρες, τις ηλεκτρικές κουζίνες στη σειρά, τις κρέμες, τα σέλινα, τις αρχιτεκτονικές της καραβίδας, τους πανηγυρισμούς της πετυχημένης ψαρόσουπας και τα κλάματα του κακοψημένου μπουρεκιού, πρέπει να τελειώσει το συντομότερο. Αν η βουλιμία είναι απόδειξη κατάθλιψης, η εθνική βουλιμία τι είναι άραγε; Ας ρίξουμε και μια ματιά στα ψιλά γράμματα της ιστορίας. Πάντα οι αγροίκοι κατακτητές των παρακμασμένων αυτοκρατοριών, πάθαιναν πλάκα από τις γευστικές επιδόσεις των παχύσαρκων ράθυμων ηττημένων. Και μη μου αρχίσει η αγαπημένη μου Λαμπρία ή οι φίλοι μου Μαμαλάκης και Σκαρμούτσος τις θεωρίες ότι δεν εκτιμώ την τέχνη της γεύσης ή την παράδοση την κουζίνας, ότι δεν διαθέτω αισθητική ή ότι υποστηρίζω το άθλιο πρότυπο του άντρα-αφέντη και της γυναίκας-δούλας. Και τις γνώσεις τους θαυμάζω και στην τέχνη τους υποκλίνομαι και το φαγητό τους τρώω όπου το πετύχω και συχνότατα ρίχνω κανένα κοτόπουλο με πατάτες στο ταψί μου όταν πεινάω. Οι υπερβολές μ’ ενοχλούν. Εκτιμώ την μαγειρική, αλλά όταν έχει το ειδικό βάρος που της αναλογεί στη ζωή μας. Δε μπορώ να κολυμπώ όλη μέρα σ’ έναν ωκεανό από σάλτσες και λιωμένα τυριά. Μπουκώνω, μπουχτίζω, με πιάνουν καούρες. Έχω κι αυτό το άτιμο το φινόκιο που δεν ξέρω αν είναι τυρί, κρέας ή ψάρι…

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Δεν κατάλαβα τίποτα!

της Ρέας Βιτάλη

Το έχετε πάθει και σεις…Δεν μπορεί! Σ΄όλους έχει συμβεί κάποτε…Είσαι σε μια παρέα, κάποιος λέει ένα ανέκδοτο, οι άλλοι σκάνε στα γέλια και σεις δεν έχετε πιάσει το αστείο. Κοιτάτε δεξιά, αριστερά…Δεν μπορεί! Τόσο που γελάνε κάτι αστείο ελέχθη…Και σκάτε και σεις στα γέλια. Σαν ηλίθιος! Ενώ δεν έχετε καταλάβει τίποτα.


Αυτό έπαθα χθες. Όλοι λένε κατάλαβαν και πήραν το μήνυμα…Εγώ…Να πω τη μαύρη αλήθεια δεν κατάλαβα τίποτα…Να μη σου πω μπερδεύτηκα χειρότερα.

Γενικώς παθαίνω στις εκλογικές αναμετρήσεις μπέρδεμα. Να για παράδειγμα όταν ο Καραμανλής ο νεώτερος ο βλοσυρός φώναζε «επανίδρυση του κράτους»…Αν κρίνω από το ποσοστό θριάμβου και κοιτάζοντας το έργο προς τα πίσω διαπιστώνω ότι για «επανίδρυση» σκίστηκαν και τα λαμόγια. Σκίστηκαν και τα ρεμάλια που έγραφαν υπερωρίες που δεν έκαναν, έπαιρναν επιδόματα που δεν δικαιούνταν, δούλευαν και δεν δούλευαν ή κανονικά «μας δούλευαν»…Και έτρεξαν για «επανίδρυση»…Τέτοιο ποσοστό! Δρασκελάω τα αποτελέσματα μετά τις φωτιές στην Ηλεία και προχωρώ στο Γεώργιο Παπανδρέου. Δήλωσε «λεφτά υπάρχουν» και θριάμβευσε…Τι να καταλάβω τώρα εγώ; Τι μήνυμα να πάρω; Δηλαδή υπήρχε κόσμος που ήθελε και άλλα λεφτά; Στα πόσα θα χόρταινε; Ή υπήρχαν άνθρωποι τόσοι πολλοί με χιούμορ που έπιαναν το τρικ ότι λεφτά υπάρχουν αν δεις πόσα ξοδεύτηκαν για το κανάλι της Βουλής ας πούμε ή για τον ΟΣΕ ή για την ΕΡΤ ή για εκδρομές των Καπη στο εξωτερικό που η Βουλγαρία στοιχίζει όσο πεντάστερο στη Γροιλανδία; Ή, ή…Κι αν το «έπιαναν» το υπονοούμενο, τι ζητούσαν μετά ; Δώσε τα λεφτά που υπάρχουν και σκάσε ή δώστα στη σωστή κατεύθυνση και στην υγιή πλευρά των πολιτών κι ας μου στερήσεις την σαχλοχλιδή της απατεωνιάς μου (που απολαμβάνω χρόνια ως ανέντιμος –που με ανέθρεψες- ); Ή γενικά και αόριστα «λεφτά υπάρχουν» δώστα! Με την ευκολία που ανώμαλος κουνάει καραμέλα σε παιδάκι και την γραπώνει στον αέρα; Τι απ΄όλα;

Στα χθεσινά αποτελέσματα δεν κατάλαβα τίποτα. Η κατάσταση ήταν έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη από την αρχή. Αφού δεν έβγαλα κιχ ως κομμάτι της έντιμης πλευράς λαού αν και άλλαξε η ζωή μου από την μια μέρα στην άλλη γιατί με απειλούσε με τιμωρία ο ΓΑΠ. Και πόσο πιο πειθαρχημένη με θέλει το σύστημα; Να φοράω και ομοιόχρωμη στολή; Και πώς να του δείξω την εμπιστοσύνη (έστω και απελπισμένη εμπιστοσύνη) τελικά; Να του δώσω φιλί με γλώσσα; Και για την κατάντια της Αθήνας που να στείλω το ρημαδοπακέτο της απογοήτευσής μου; Ή να μη θίξω θέμα Αθήνας σε εκλογές που αφορούν την Αθήνα; Και αν κρίνω από τους ψήφους του Κακλαμάνη…Δηλαδή υπήρξαν και άνθρωποι που ήταν ευχαριστημένοι με τον Κακλαμάνη; Και τον είδαν να μιλάει με τέτοια έπαρση και σνομπισμό και πήγαν ωστόσο και τον ψήφισαν; Και στο βορρά πείθει ακόμα ο Ψωμιάδης; Και η Παπαρήγα έχει χαρά για τα ποσοστά; Και ο Τσίπρας είναι ικανοποιημένος με το μήνυμα; Και ο Γιώργος έλαβε το μήνυμα; Και ο Σαμάρας το έλαβε κι αυτός και χάρηκα; Και ο Καραμανλής έβγαλε λένε προσφάτως τον σκασμό; Και η Ντόρα το έλαβε;… Δεν μπορώ! Μπλέχτηκα…Προτιμώ να προσποιηθώ ότι κατάλαβα…Γελάω με τη χαρά μερικών, μες τη χαρά κι εγώ….Προβληματίζομαι με τους προβληματισμένους, μες τον προβληματισμός κι εγώ…Κουνάω το κεφάλι ως άλογο σε στάβλο μαζί με τα άλλα άλογα ενώ δηλώνουν «ο λαός είναι σοφός!»…Κάνω γενικά ότι κάνουν… Κάνω ότι κατάλαβα…Ανάθεμα κι αν κατάλαβα!! (χρόνια τώρα….)

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Κοίτα, παιδί μου, μη γίνεις σαν τον Κωστάκη

της Ρέας Βιτάλη

Δυο αγωνίες έχουμε ως λαός. Γιατί δεν μιλάει ο Καραμανλής και γιατί μίλησε ο Γιώργος. Για το δεύτερο σηκώνω τα χέρια!...Θα δείξει ο χρόνος. Για το πρώτο έχω μια δική μου, ενδεχομένως περίεργη άποψη. Δεν έχω καμία αγωνία να μιλήσει ο Κώστας αλλά μια τεράστια αγωνία να μιλήσουν οι έλληνες γονείς στα παιδιά τους για τον Κώστα. Γιατί στην πορεία του καθρεπτίζεται η μεγαλύτερη στιγμή, στυγνής διαπλοκής. Ήτοι η ελληνική οικογένεια, οι δομές της και οι πρακτικές της.


Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Γεννιέται σε μια οικογένεια ένα παιδί. Όλοι το κανακεύουν, του κάνουν κούτου-κούτου και γκίλι-γκίλι και από τα σπάργανα ακόμα, του πετάνε την πρώτη νύξη ομοιότητας. Και καθώς σε κάθε οικογένεια υπάρχει ένας «σταρ» ή και για να το χοντρύνω, ένας που δουλεύει για τους άλλους, η κατεύθυνση ομοιότητας έχει ένα στόχο… Ας πούμε του είπαν όλοι «φτυστός ο θείος του!»… Εκεί την έβαψε!!

Κοινώς θα προσπαθεί μια ζωή να βολέψει το βηματισμό του σε ξένα παπούτσια. Δεν θ΄αναζητά την ταυτότητά του αλλά τις ομοιότητες του στην ταυτότητα ενός άλλου…

Μιλάει; Τα λέει σαν το θείο του! Τρίζει τα δόντια; Έτσι τα έτριζε και ο θείος του; Ρέβεται; Μωρέ ίδιος ο θείος του! Βέβαια αντίστοιχη πίεση εξασκείται και στον έρμο θείο του να δει τις ομοιότητες του ανιψιού με τον ίδιο…Με εμμονή του ρίχνουν τον φακό μη και δε δει! Η ζωή τραβάει την ανηφόρα της ομοιότητας. Το παιδί μαθητεύει, σπουδάζει, ετοιμάζεται υπό την προστασία και τις φτερούγες του θείου. Χωρίς να ματώνει…Σε πουπουλένιες διαδρομές, σε αγκαλιές προστατευτικές γιατί…. «Τι ανάγκη έχεις εσύ; Να κάνεις μόνο το σταυρό σου να ζει ο θείος σου να σε καμαρώσει στο πόστο του»…Ωστόσο ο «μοιάζει σαν το θείο του» είναι νέος ακόμα και έχει και ένα παραθυράκι παγαποντιάς…Να κάνει και λίγο το μαγκάκι, να ξενυχτίσει και λίγο, να μαλαγανέψει, να τσογλανέψει και λίγο…Αυτό το –λίγο- το ύπουλα ελεγχόμενο… Όσο ας πούμε «αυτά έκανε και ο θείος του στα νιάτα του»… Άτιμες διαδρομές σαν ταξιδάκι αναψυχής μ΄ένα βαρβάτο τραύμα…

Με το που τελειώνει όμως τις σπουδές στενεύει ο κλοιός για την προδιαγεγραμμένη πορεία της ελληνικής μας πραγματικότητας….Ο δικηγόρος θα συστήσει τον γιο του που έγινε δικηγόρος, ο γιατρός τον γιο του που ήθελε να γίνει γιατρός, ο συμβολαιογράφος την κόρη που ήθελε να γίνει συμβολαιογράφος, ο τραγουδιστής το γιο του που δεν κατάφερε ο πατέρας του να το αποτρέψει από το τραγούδι, η οικογένεια Μητσοτάκη…Άσε το χοντρύναμε πολύ!...Το πιάσατε το νόημα άλλωστε… Στο συγκεκριμένο παιδί του κειμένου μου, στον Κώστα «ίδιος ο θείος του» πλάκωσε και άλλη ατυχία…Το κόμμα που είχε ιδρύσει ο μακαρίτης πλέον θείος του…Ήταν το γα**μένο το taming! Ψάχνανε επειγόντως κάποιον που να είναι «σαν τον θείο του»…Ήταν το καταραμένο το timing!...Αλληθώριζαν για εξουσία, γουργούριζαν τα στομάχια τους για κυβέρνηση…Χρόνια και χρόνια να βλέπουν στρωμένα τραπέζια με λουκούλια γεύματα κι αυτοί ακάλεστοι! Οι άλλοι, αυτούς που δεν ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους, ντερλίκωναν και ρέβονταν ηδονικά… Είχαν φτάσει στο ρέψιμο! Στην φράση «να μου δώσει ο θεός χρόνια να χαρώ ότι έβγαλα.»…Για τέτοια κατάσταση μιλάμε! Τον γράπωσαν λοιπόν στην κυριολεξία και γαμώ την ατυχία του… Πλάκωσε και ο λαός τα παλαμάκια! Φωνές ν΄ακους «Ίδιος ο θείος του!!!» Ωσανά ουράνια!! Κανένας δεν αναρωτήθηκε αν είχε δουλέψει το παιδί, αν είχε προσόντα, αν είχε περάσει καθόλου από τη δουλειά του θείου του, αν είχε εμπειρία διοίκησης έστω και ενός ριμαδουπουργείου, αν είχε παλέψει με κάτι πριν το ρίξουν στις πεινασμένες ίαινες της πολιτικής εξουσίας και στα χέρια ενός κακομαθημένου, διεφθαρμένου, αμόρφωτου, υποκριτή, παμφάγου (χρηματιστηριακής κοπής και εποχής) λαού…Αρκεί να έπαιρναν την εξουσία και αυτή μόνο ο «ίδιος με τον θείο του» μπορούσε να τη φέρει.

Το παιδί μπήκε με φόρα ν΄αποδείξει. Τεράστιο φορτίο στους ώμους του. Αν για ν΄αποδείξεις ποιος είσαι θέλει κόπο ζωής, φαντάσου για ν΄αποδείξεις στους άλλους ότι είσαι αυτός που οι άλλοι ορίζουν ότι μοιάζεις…Χέσε ψηλά κι αγνάντευε!! Μπήκε λοιπόν με φόρα και μέρα τη μέρα, βήμα το βήμα έπιανε τη λούμπα…Ψιλιάζονταν τη φλούδα της μπανάνας και την Μπανανίας…Δεν έψαχναν Πρωθυπουργό αλλά μαλάκα…Από κοντά και οι κόλακες. Μόνο οι κόλακες! Οι σοβαροί την «κάνουν» τέτοιες ώρες με ελαφρά πηδηματάκια…Οι κόλακες δεν το κουνάνε! Να σου ανοίγουν το παράθυρο με τη συγκεκριμένη θέα, να φέρνουν νέα επιλεκτικά, να σου βάζουν τον αναπνευστήρα… Λιγούρια δανεικής εξουσίας να ψηλώνουν μέχρι τον ουρανό, να κάνουν κόντρα στο Θεό…Δεν έμοιαζε με το θείο του! Αλλά ήταν αργά! Ξέσπασαν οι φωτιές στην Ηλεία. Κάηκε κόσμος…Μάνα με παιδιά έγινε κάρβουνο…Το παιχνίδι χόντραινε…Χωρίς έλεγχο καταστάσεις… Τσουνάμι η εξουσία κατά πάνω του ανεξέλεγκτη. Και ο λαός να τον ξαναψηφίζει …Ήταν πια πονηρεμένος! Δεν τον επιβράβευαν, του φώναζαν «δεν έχουμε άλλον! Κυβέρνα και ας όψεται η ανάγκη!» . Του φώναζαν με απελπισμένο σχεδόν τρόπο τη γύμνια τους, το απόλυτο κενό. Όχι το μηδέν!...Το μηδέν ορίζεται…Το κενό!…

Η συνέχεια γνωστή. Η γραβάτα σφιχτή, οι κόλακες στις τελευταίες μπουκιές… Αγκωνάρια στο στόμα τους! Ο «ίδιος με το θείο του» παρέδωσε. Και έκτοτε σιώπησε… (καλοαναθρεμμένο παιδί, έντιμο…Ποιόν να εκθέσει…Κυρίως –πόσους;- και μεταξύ μας εναντίον πόσων να στραφεί….Ήταν και άμαθος στην πίεση…)…Ο Κωστάκης που είχε γίνει Κώστας έκτοτε σιωπά και περιέργως ο λαός, ως παρθένος, κατά διαστήματα του λέει «Μίλα βρε! Μίλα…Να δούμε τι έχεις να πεις»…Έτσι κάνουν και οι ελληνικές οικογένειες αφού έχουν χωθεί στο βηματισμό των παιδιών τους, αφού τα έχουν κατευθύνει απόλυτα, αφού τους ευνούχισαν πρώτα… Πάντα στο τέλος λένε «μίλα βρε, μίλα»…

Δεν έχω καμία αγωνία να μιλήσει ο Καραμανλής…Έχω αγωνία να μιλήσουν οι γονείς στα παιδιά τους για το φαινόμενο και την «δική μας» νοοτροπία που σχετίζεται με τον Καραμανλή… (κυρίως γιατί βρήκαμε αμέσως διάδοχο κατάσταση).

ΥΓ: Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι κάθε πρώτη του μηνός, ο Κώστας παίρνει το μισθό του στο ακέραιο για τις υπηρεσίες που προσφέρει. Ίσως γι' αυτό λένε ότι η σιωπή είναι χρυσός.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

«Τα φάγαμε όλοι μαζί»

Tου Χρηστου Γιανναρα

Ακόμα και ο πιο στυγνός κυνισμός, η ιταμότητα, έχει όρια. Μόνο η θρασύτητα του κομματικού αμοραλισμού δεν έχει. Είναι αχαλίνωτη. Το αποδείχνει η φράση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, η «ερμηνεία» του για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας: «Τα φάγαμε όλοι μαζί (κυβερνώντες και κυβερνώμενοι), σας διορίζαμε για χρόνια»! Σίγουρα το ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλώς κόμμα, είναι κοινωνικό σύμπτωμα. Δημιούργησε ανθρωπολογικό τύπο.

Με δεδομένη την καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος από το κομματικό κράτος, την επιτροπεία που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές της, χαμένη την εθνική κυριαρχία (το ομολόγησε ευήθως ο πρωθυπουργός), οι αυτουργοί του εγκλήματος θέλουν να μας πείσουν ότι είμαστε συνένοχοι. Ναι, από τα πιο ύπουλα τεχνάσματα κάθε απανθρωπίας είναι η προσπάθεια να ενοχοποιηθεί το θύμα. Και για λόγους δυσεξήγητων ψυχολογικών διεργασιών το θύμα είναι συνήθως ευεπίφορο στην ενοχοποίηση. Το ξέρουν οι αετονύχηδες της ιδιοτέλειας κομματάνθρωποι, από καταβολής ελλαδικού κράτους.

Εχουν αλλοτριώσει συνειδητά και από πρόθεση την αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε σύστημα πελατειακών σχέσεων: εξαγοράζουν ψήφους (δηλαδή συνειδήσεις) αντιπαρέχοντας διορισμούς στο Δημόσιο. Κάθε κόμμα εξασφαλίζει τα «δικά του παιδιά» σε απίστευτους αριθμούς – ξέφρενο και διαρκές όργιο γιγαντισμού του κράτους. Και όταν η οικονομία καταρρέει γιατί δεν αντέχει να συντηρεί στρατιές αργόσχολης δημοσιοϋπαλληλίας, τότε επιστρατεύεται το τέχνασμα της ενοχοποίησης των θυμάτων: Μισή ενοχή δική μας, μισή δική σας, «τα φάγαμε μαζί».

Λογική και αντανακλαστικά μαστροπών: Προσφέρουν ...

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Το νησί: Ένα μεγάλο λάθος!

Της Ρίκας Βαγιάνη


Tεράστια γκάφα το «Νησί». Mega λάθος. Εγώ, αν ήμουν Μπόμπολας, ή Βαρδινογιάννης, ή Ψυχάρης (μα τον Άγιο των media, δεν έχω ιδέα πλέον ποιανού είναι αυτό το κανάλι: Ήξερα στην αρχή, αλλά τώρα έχω μπερδευτεί). Αν ήμουν πάντως το αφεντικό, θα τους μάζευα όλους, στη γραφειάρα μου, κάτι Μπούτους, κάτι Τούτους, με όλη τους τη συνοδεία, αυτόν που είχε την αρχική (τρομάρα του) ιδέα, παρέα με τους καλλιτέχνες, τους σκηνοθέτες και όλο το επιτελείο των συντελεστών, από τον πρωταγωνιστή ως τον πιο άσημο βοηθό ηλεκτρολόγου. Θα τους καλούσα στο γραφείο μου και θα τους απέλυα. Με συνοπτικές διαδικασίες. Θα ζητούσα επί πίνακι το κεφάλι της Παποικονόμου: να δω κεφάλια κι ένσημα να κατρακυλάνε στα σκαλιά του Ερρίκου Ντυνάν.


Εν συνεχεία, ως μυαλωμένο αφεντικό θα προμηθευόμουν μια βαριοπούλα κι ένα αλυσοπρίονο και θα κατέστρεφα συστηματικά τις μονταζιέρες, τις ψηφιακές μνήμες, τους σκληρούς δίσκους που περιείχαν κάθε δευτερόλεπτο γυρισμάτων της σειράς. Θα πολτοποιούσα ολόκληρη την παραγωγή- Να μη μείνει τίποτα από το Νησί, ούτε καν μια ανάμνηση ότι κάποτε γυρίστηκε.

Αλλά έχουν μυαλό; Δεν έχουνε. Πήγαν, σαν τις μωρές παρθένες, βρήκαν ένα βιβλίο που έχει χαλάσει τον κόσμο με την επιτυχία του και αποφάσισαν να το κάνουν σήριαλ. Εν μέσω κρίσης, φτώχειας σε χρήμα και πνεύμα, εν μέσω πλήρους σύγχυσης ιδεών και αξιών. Ε, τα ήθελαν και τα έπαθαν. Τα πρώτα σημάδια ήρθαν νωρίς, από τις εξομολογήσεις των εργαζομένων «κάτι πάει να γίνει εδώ, κάτι που δεν μοιάζει με τα άλλα», μας έλεγαν συνάδελφοι, όλων των ειδικοτήτων που επέστρεφαν από τους τόπους γυρισμάτων. Δεν ήταν αργά, ακόμα και τότε: έπρεπε να τη σακουλευτούν τη δουλειά ο ι αρμόδιοι και να «θάψουν» την παραγωγή-κάτι τέτοια τα πνίγεις μικρά, γιατί μεγαλώνουν και σου δημιουργούν του κόσμου τους μπελάδες.

Τέλος πάντων, κανείς δεν είχε τη δύναμη να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι, να βάλει φρένο σ΄αυτή την κατρακύλα (προς τα πάνω). Το Νησί έγινε σενάριο, συγκέντρωσε τον κόσμο του, γυρίστηκε, ολοκληρώθηκαν οι απαραίτητες επεξεργασίες κι από προχτές, ο δόμος του δεν έχει επιστροφή: Προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο του σήριαλ και τα έκανε όλα μαντάρα.

Μπορεί να μην είμαστε κριτικοί τέχνης, αλλά λίγα δράμια νιονιό έχουμε. Ξέρουμε πότε βλέπουμε σκατά τηλεόραση, πότε βλέπουμε σαχλοτηλεόραση και πότε βλέπουμε αυτό που λένε «καλή τηλεόραση». Αυτό που είδαμε ήταν δέκα σκαλιά παραπάνω από το απλώς, «καλή τηλεόραση». Ήταν ένας καλλιτεχνικός και τεχνικός άθλος, που όμως, κατάφερνε το αδιανόητο, να διατηρήσει την ανθρωπιά του και να «μιλήσει» τρυφερά και λυπημένα στη γλώσσα των πιο απλών ανθρώπων. Να μιλήσει για την ιστορία μας. Και να μας κάνει να κλάψουμε, γιατί όλοι αναγνωρίσαμε μέσα στην ιστορία, το παρελθόν των ανθρώπων και των τόπων μας, όλοι νιώσαμε ξαφνικά να ανοίγει η πληγή των τραυμάτων που κουβαλάμε, εντός μας: τραύματα αμίλητα κι ανείπωτα, «δώρα» βαριά από τις παλιότερες γενιές. Δεν έπρεπε εμένα να μου το κάνει αυτό το Mega. Είχα βολευτεί με την τηλεόρασή μας. Την είχα συνηθίσει, είχα το πρόγραμμα αυτά που χάζευα, αυτά που μ΄άρεσαν κι αυτά που βαριόμουν. Η σιχαινόμουν.

Και ξαφνικά, μου ρίχνει στο κεφάλι το «Νησί». Και με φέρνει εκτός εαυτού, ανεβάζοντας για το ίδιο το δίκτυο –και τα γειτονικά του- αλλά κυρίως για τους τηλεθεατές, έναν πήχη θεόρατο, που δεν πηδιέται με τίποτα. Τι να κάνω τώρα εγώ; Ποια είναι αυτή η ξανθιά ντυμένη Λευκορώσσα έσκορτ που προσπαθεί κάτι να μου πει για το μπότοξ μιας άλλης ξανθιάς; Τι να δω; Ποια είμαι; Και κυρίως, τι δουλειά έχει το «Νησί» στη σημερινή ελληνική τηλεόραση; Μου θυμίζει μια φάση πέρσι, που ήμουν άφραγκη και άνεργη, αλλά «κόλλησα» και αγόρασα μια υπέροχη γαλλική τσάντα. Ήταν η πιο ωραία, η πιο σικ, (και η πιο ακριβή) που είχα στη ζωή μου. Την έφερα στο σπίτι κι έγινε της τσάντας. Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα της, τα ρούχα μου έδειχναν τσίτια, τα παπούτσια μου φτηνιάρικα, τα μαλλιά μου βλάχικα, η ίδια μου η ντουλάπα ήταν πολύ «βήτα» για να φιλοξενήσει αυτή την τσάντα. Χρειάστηκε να αλλάξω όλη μου τη γκαρνταρόμπα, προς το κομψότερο, η τσάντα με κατέστρεψε.

Έτσι τώρα και με το «Νησί»: διέφθειρε με αδιαπραγμάτευτη ποιότητα και απέραντη, δημιουργική αγάπη, τους εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές που σκλάβωσε από το πρώτο πλάνο. Τα πράγματα δε, πάνε από το κακό στο χειρότερο. Πολύ επικίνδυνη ιστορία. Τι θα γίνει αν, μετά την πρώτη χαρά που πήραμε με αυτό το πανέμορφο «λάθος» πάρουμε αέρα και ζητάμε περισσότερα; Τι θα γίνει αν αρχίσουμε να απαιτούμε ένα «Νησί» στις Ειδήσεις, ένα άλλο «Νησί» στις μουσικές εκπομπές, ένα «Νησί» στις πολιτικές συζητήσεις; Τι θα απογίνουν όλα τα άλλα (και όλοι οι άλλοι), αν ξαφνικά ξέρουμε ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν –και γίνονται- αλλιώς; Ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε θριαμβευτικά, ακόμα και στην πιο δύσκολή μας ώρα; Τι θα γίνει αν συνεννοηθούμε μεταξύ μας ότι δεν μας ικανοποιεί τηλεοπτικά, τίποτα λιγότερο από ένα αντίστοιχο «Νησί» σε κάθε πρόγραμμα που επιλέγουμε να τιμήσουμε με τον πολύτιμο χρόνο που διαθέτουμε;

Δεν έπρεπε να μου το κάνουν εμένα αυτό. Εξορισμένη στη Τηλε-Σπιναλόγκα της βλαχογκλαμουριάς, είχα συμφιλιωθεί με την αρρώστια μου: Τόσο που σιγά σιγά έπειθα τον εαυτό μου ότι περνούσα και ωραία. Μιλάμε , είχα υποστεί την απόλυτη ασυλοποίηση. Και μου πετάς ρε Μέγκα μου, ένα βλέμμα του Μάϊνα κενό μπροστά στον ξεριζωμό της ζωής του (της ζωής όλων μας) και με στέλνεις, κανονικά, για βρούβες. Ωραία συμπεριφορά, ρε Στέλιο. Συγχαρητήρια. Να το πεις και στους άλλους, ακούς; Δεν θα σας συγχωρήσω ποτέ… Ούτε εγώ, ούτε άλλος κανένας, γι αυτές τις Δευτέρες: Γι αυτή την αχνή, παράλογη ελπίδα πώς, αφού υπάρχει και αναδύεται, έστω ένα «Νησί», δεν χάθηκαν όλα.

Ή τουλάχιστον, όχι ακόμα.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ACROPOLIS of Athens, Full Reconstruction, 2001

University of Santiago de Compostela. Technological Research Institute.


Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Για γέλια και για κλάμματα!

Κηφηνείον«Η Ωραία Ελλάς»

Ένα κείμενο του κ. Σαράντου Καργάκου το οποίο γράφτηκε πρίν 4 χρόνια.


Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η ...εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά.

Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ότι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδόθησαν σε μία χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία, εξέθρεψε καί διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων», παιδιών δηλαδή πού δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές πού ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές... Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» πού κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή πού ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής πού έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι' αυτό τουμπάραμε..

Κάποτε ...

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Υποψήφιος Ψινάκης

Του Ανδρέα Πετρουλάκη

Το προσπερνάμε σαν κάτι αυτονόητο. Τετραετίες τώρα είναι συνήθεια να κοσμούν τα ψηφοδέλτια των συνδυασμών λαμπερά ονόματα του θεάματος, της τηλεόρασης ή του αθλητισμού, με ένα μικρό ποσοστό από αυτά να έχει δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον λόγο της συμμετοχής του. Και αυτό αυτονόητο και φυσιολογικό μας φαίνεται - η χρησιμότητα των προσώπων αυτών είναι συνήθως στιγμιαία και προεκλογική.


Για όλους υπάρχει όμως μια επίφαση. Και της επαγγελματικής τους αξίας και της αποστολής τους στην πολιτική. Οι καλλιτέχνες, έστω και αν μεταξύ τους κάποιοι είναι αμφιλεγόμενοι, προσπαθούν να κάνουν καλά την δουλειά τους με τον τρόπο που μπορούν και έχουν και άλλοτε άλλο αριθμό θαυμαστών. Το ίδιο και οι αθλητές. Οι δε ιδιότητές τους, τους βοηθούν να συμπληρώνουν με σχετική επάρκεια το τετραγωνάκι «τι μπορείτε να προσφέρετε στην πολιτική;» « Μπορώ να προσφέρω στον πολιτισμό, στον αθλητισμό, γνωρίζω τον χώρο κλπ», σύμφωνα με τα χιλιοειπωμένα κλισέ.

Τι μας λες γνωστά πράγματα, θα μου πείτε και θα είναι βουνό το δίκιο σας. Το κάνω γιατί αυτή τη φορά δεν υπήρχαν καν προσχήματα. Με τρόπο ωμό και ανυπόκριτο ο υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του Νικήτα Κακλαμάνη εισέρχεται στην πολιτική με μόνη ιδιότητα εκείνην της γνωστής τηλεοπτικής φάτσας. Επάγγελμα Ψινάκης, εξειδίκευση Ηλίας. Ούτε καλλιτέχνης, ούτε πολιτισμός ούτε τίποτα-απλώς καθημερινός επισκέπτης του σαλονιού σας. Και ακόμα και ως τέτοιος, στην προϋπηρεσία αναγράφει «αποδόμηση του σοβαρού». Μπορεί στον τομέα αυτόν να έχει επιτυχίες ή έστω ένα κοινό, αλλά πραγματικά θα απορήσει κανείς αν ακόμα και αυτό το κοινό, του εμπιστευτεί κάτι σοβαρότερο να αποδομήσει.

Α, ξέχασα. Στο παρελθόν δήλωνε επάγγελμα: Μάνατζερ του Ρουβά. Λέτε; Θα μου πείτε, στην ωραία μας χώρα αν είσαι μάνατζερ του Νταλάρα γίνεσαι υφυπουργός. Και πάλι βουνό το δίκιο σας

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Eνας Τζαβέλλας, διεθνής πειρατής. Άγνωστες περιπέτειες ενός βλαστού της ένδοξης σουλιώτικης «φάρας»

Του Κωνσταντίνου Δ. Μίχου


Καθώς ξεφύλλιζα κάποια παλιά έντυπα, το μάτι μου έπεσε στο σκίτσο ενός άντρα, που έφερε «τατουάζ» σε όλο του το σώμα. Η εικόνα και μόνο στάθηκε αρκετή, για να κεντρίσει την περιέργειά μου και να διαβάσω το σχετικό κείμενο: «Προ τεσσάρων ημερών διήλθεν εκ Πειραιώς, επιβαίνων του γαλλικού ατμοπλοίου “Τίγρις” των Θαλασσίων Διαπορθμεύσεων ο διάσημος καπετάν-Γιώργης.» Δεν άργησα να αναζητήσω στοιχεία και σε άλλες εφημερίδες της ιδίας περιόδου: Έκπληκτος διαπίστωσα, ότι επί ημερησίας βάσεως και για τέσσερις μήνες αφιερώνονταν μακροσκελή άρθρα για τον άνθρωπο αυτόν, που έφτασε ξαφνικά στη μικρή τότε πατρίδα, όχι μόνο για την περίεργη εμφάνιση που παρουσίαζε, αλλά –περισσότερο– για την ελληνική καταγωγή που διεκδικούσε.

Δημοσιεύθηκαν τότε σειρά συνεντεύξεων τόσο από τον απρόσμενο αυτόν επισκέπτη, όσο και από αυτόπτες μάρτυρες, ενώ ο αθηναϊκός τύπος προσπαθούσε με επιβλητικούς τίτλους να ικανοποιήσει την περιέργεια των αναγνωστών. Οι έρευνες όμως μέρα με τη μέρα έπαιρναν όλο και πιο περίεργη τροπή, ώσπου ξεσπά η είδηση: ....

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ερωτευμένος του... ΟΣΕ

Tου Κωνσταντινου Ζουλα

Σας έχει τύχει να πάρετε λάθος τηλεφωνικό αριθμό και να ακούσετε μια βαριεστημένη φωνή να λέει «ναι» σαν μόλις να ξύπνησε; Ε, λοιπόν, έτυχε σε μια φίλη μου, καθώς έκανε το «λάθος» να τηλεφωνήσει στο τετραψήφιο «1110» του ΟΣΕ, για να κλείσει ένα εισιτήριο. Μια λάγνα γυναικεία φωνή την καλωσόρισε στην «τηλεφωνική πύλη (sic) εξυπηρέτησης» και αφού πάτησε το «2» «για κρατήσεις θέσεων» ακολούθησαν όσα θα διαβάσετε.

«Ναι» λέει ο βαριεστημένος υπάλληλος. «Καλημέρα. Θέλω ένα ...

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Η Θρέψη

Του Ηλία Μαμαλάκη


Τον τελευταίο καιρό ξαναπήγα σχολείο. Βλέπω και παρατηρώ και βέβαια μαθαίνω πράγματα και θάματα που πάντα υπήρχαν γύρω μου, αλλά δεν τα έβλεπα.

Άνθρωπος της γαστρονομίας είμαι, του μαγειρέματος. Πάντα νόμιζα ότι το φαγητό προετοιμάζεται για να προσφέρει μια από τις ανθρώπινες ηδονές. Μήπως έκανα λάθος; Ή πιο απλά, μήπως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες στο φαγητό που ξεπερνούν την ηδονή; Ναι, φυσικά. Απλώς αυτό το βάλαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και το ξεχάσαμε.

Το φαγητό κυρίως και απολύτως είναι ζωή. Η θρέψη, όπως θα έλεγε η γιαγιά μου:
- αυτό είναι θρεπτικό
- αυτό είναι δυσκοίλιο
- αυτό είναι ευστόμαχο

Μια εκδήλωση αγάπης του καθημερινού ανθρώπου, άντρα, γυναίκας, παιδιού ή γέρου εκδηλώνεται προσφέροντας τροφή στον άλλον. Η μάνα προτείνει το φουσκωμένο από γάλα στήθος της στο μωρό της, η πάπια ταΐζει το παπάκι στο στόμα, η λέαινα καθοδηγεί το λεονταράκι να βρει και να μασήσει μόνο του την τροφή, η μάνα πελεκάνος αν δεν βρει τροφή να θρέψει τα μικρά της κατασπαράζει μόνη της τα σπλάχνα της για να ταΐσει τα μικρά της με τη σάρκα της και το αίμα της.

Αυτό είναι η θρέψη, ανώτερη από τη γαστρονομία. Οι μανάδες θρέφουν τα παιδιά τους, τους δίνουν ζωή ή ακόμα καλύτερα δύναμη για ζωή. Γι’ αυτό όλοι εμείς γιοί και κόρες αγαπάμε τις μανάδες μας γιατί μας έθρεψαν. Κι όμως εγώ τον πήρα τον δρόμο της γαστρονομίας. Φαφλατάδικος δρόμος, φιγουρατζίδικος, με φωνές και τυμπανοκρουσίες, αλλά ότι κι αν πεις εύκολος δρόμος.

Δύο εξτραβαγκάντσες, ένα εξωτικό μπαχαρικό, λίγος αφρός και οι γαστρονόμοι έμειναν εκστασιασμένοι και ατενίζοντας στο υπερπέραν καταμετρούν την υφή του μπαρμπουνιού, το άρωμα της κολοκύθας, τη γεύση του αγγουριού.

Έλεος, άνθρωποί μου, η μαγκιά του μάγειρα είναι να φτιάξει τρεις μπουκίτσες φαγητό για ένα πονεμένο σώμα και την ψυχή που κρύβει μέσα του. Να τον πείσει να φάει. Να γίνει μάγειρας της θρέψης και όχι της γαστρονομίας. Να νιώσει ότι έδωσε λίγη ζωή, λίγο κουράγιο. Δεν είναι ανάγκη να είσαι ο σούπερ μάγειρας για να το κάνεις αυτό, αρκεί να αγαπάς, να φροντίζεις, να σκέπτεσαι.

Αυτό το σχολείο πέρασα τον τελευταίο καιρό, εγώ ο άγαρμπος μαγειράκος, να θρέψω δηλαδή, να δώσω ζωή στην αγαπημένη μου. Αρνιόταν πεισματικά να ζήσει, μόνο λίγα ροδάκινα της άρεσαν σε ήπια θερμοκρασία, ούτε ζεστά ούτε κρύα. Εγώ μέσα στην κουζίνα έφτιαχνα τυροπιτάκια, έβραζα χυλωμένη φακή χωρίς μπαχαρικά για να μην την ενοχλούν, έφτιαχνα σαλάτα φατούς που της άρεσε, έβραζα κολοκυθάκια, άτμιζα μια φρέσκια γλώσσα. Ήθελα να θρέψω την καλή μου, το ήθελα μα αυτή αρνήθηκε. Βλέπετε είχε ξεκινήσει από καιρό έναν άλλο μακρύ και άγνωστο δρόμο... Ποιος θα τα φάει όλα αυτά που μαγείρεψα;

Θα παλαιώσουν μέσα στις πιατέλες, μέχρι που κάποιος θα τα πετάξει. Τα φαγητά μου δεν έθρεψαν κανέναν, ούτε καν εμένα. Θα ήθελα κάτι να κάνω, μα είμαι ανήμπορος, δεν ξέρω τίποτα άλλο να θρέφω ανθρώπους και ενίοτε τις ψυχές τους. Γιατί θέλω να ξέρετε ότι η ανθρώπινη ψυχή κατοικοεδρεύει στο στομαχάκι μας.

Υ.Γ. Στις 29 Αυγούστου στις 11.15 το βράδυ η αγαπημένη μου γυναίκα Στέλλα έφυγε από αυτό τον κόσμο αφού έδωσε μια τιτάνια μάχη με την καταραμένη αρρώστια. Ήθελε να ζήσει όσο κανένας άλλος. Πίστευε ότι καλυτέρευε, ενώ η αλήθεια ήταν διαφορετική. Την αγαπούσα πάρα πολύ και θα την αγαπώ.

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Πού θα θάψουμε τον Γερμανό;


του Δημήτρη Καμπουράκη

Το επίσημο αίτημα του Γιόχαν, δίχασε αμέσως το χωριό. Οι μισοί είπαν συγκαταβατικά «ας το δεχτούμε», οι άλλοι μισοί αντιτάχθηκαν σ’ αυτό με οργή. Στο καφενείο άναψαν οι συζητήσεις των ανδρών, στις αυλές οι αντιπαραθέσεις των γυναικών. Οι αρχές κάνουν το κορόιδο, περιμένοντας να δουν που θα καταλήξει ο ανεπίσημος δημόσιος διάλογος. Κι ο Γιόχαν περιμένει πάνω από δεκαπέντε μήνες, για να λάβει απάντηση σ’ ένα θέμα που για μας τους υπόλοιπους είτε δεν υπάρχει καν, είτε λύνεται μέσα σε τρία λεπτά.

Ο Γιόχαν είναι Γερμανός. Το ίδιο κι η γυναίκα του, της οποίας το όνομα δε θυμάμαι. Από το Ντίσελντορφ. Ήρθαν τουρίστες στην περιοχή πριν δεκαοχτώ χρόνια, τους άρεσε, αγόρασαν μέσω ενός μεσιτικού γραφείου ένα χωράφι στις παρυφές του χωριού κι έχτισαν ένα σπίτι. Τα πρώτα χρόνια, το ζευγάρι ερχόταν μόνο το καλοκαίρι, αλλά αφότου πήραν σύνταξη εγκαταστάθηκαν μόνιμα σ’ αυτό.

Το χωριό ούτε τους καλοδέχτηκε, ούτε τους αποπήρε. Απλώς τους συνήθισε. Δεν δημιούργησαν ποτέ κανένα πρόβλημα, αλλά για να πούμε την αλήθεια δεν ενσωματώθηκαν κιόλας στη μικρή κοινότητα. Άλλα τα ήθη τα δικά τους, άλλα τα ήθη των χωριανών. Έμαθαν σπαστά ελληνικά, ψωνίζουν πότε-πότε από το χωριό, λένε «καλημέρα» και «τι κάνεις;» με τους γείτονες τους, αλλά παρέα κάνουν με άλλους Γερμανούς και Αυστριακούς που έχουν σπίτια στην ευρύτερη περιοχή. Ούτε ενοχλούν, ούτε τους ενοχλούν. Οι χωριανοί ξέρουν ελάχιστα πράγματα γι’ αυτούς (αυτός ήταν μηχανικός, αυτή νηπιαγωγός, έχουν μία κόρη) και δεν έχουν ιδέα για τις κοινωνικές ή πολιτικές τους αντιλήψεις. Το ίδιο εύκολα θα μπορούσαν να είναι μέλη του Ναζιστικού κόμματος ή οπαδοί των Μπάαντερ-Μάϊνχοφ. Ζουν πάντως μόνιμα στο χωριό εδώ και δώδεκα χρόνια.

Ο καιρός όμως περνά γρήγορα, οι άνθρωποι γερνάνε, και ένα πρωί εμφανίστηκε ο (προνοητικός) Γιόχαν στον παπά και ζήτησε να αγοράσει έναν τάφο στο νεκροταφείο του χωριού. Όταν πεθάνουν θέλουν να ταφούν στο χωριό, είπαν. Στις μεγάλες πόλεις, τα νεκροταφεία ανήκουν στους Δήμους. Δεν ξέρω τι γίνεται σε άλλα χωριά, στο συγκεκριμένο πάντως η διαχείριση του νεκροταφείου ανήκει στην εκκλησία, δηλαδή στον παπά και τους τρεις επιτρόπους που είναι απλοί χωριανοί.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Ίσως επειδή το χωράφι ανήκε στην εκκλησία και το ‘δωσε για νεκροταφείο. Μόλις υπεβλήθη το αίτημα, στο χωριό έγινε χαλασμός Κυρίου. Καταγράφω μερικά από τα επιχειρήματα που διατυπώνονται κι από τις δύο πλευρές, εξηγώντας ότι ...

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Με γειά τα παράσημα!

Μήπως μπορεί κάποιος να με ενημερώσει για το τι είναι τα παράσημα που φέρει ο νέος και ποιός του τα απένειμε; Θα σας είμαι υπόχρεος!

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Άντε να πλύνεις πιάτα...

Tης Ρέας Βιτάλη

Εκείνη καθόταν στο τιμόνι, εγώ στο πίσω κάθισμα. Ρύθμιζε και ξαναρύθμιζε το κάθισμα, έριχνε μια ματιά στον καθρέφτη, ίσιωνε επί τη ευκαιρία και το κραγιόν στα χείλη και έπιανε το κλειδί για να ξεκινήσουμε. Το πότε ξεκινούσαμε το μάθαινε όλη η Βουλιαγμένη. Τέτοιο ήταν το μαρσάρισμα! Αμέσως μετά το αυτοκίνητο πάθαινε κάτι σαν λόξιγκα και σταματούσαμε απότομα για να ξαναξεκινήσει την προσπάθεια. Η οδήγηση της μάνας μου ήταν για μένα τραυματική εμπειρία… Άσε πια εκείνα τα «άντε κυρά μου να πλύνεις κανένα πιάτο!» που ακούγαμε. Και δώστου μαρσάρισμα η μάνα μου! Το μόνο ευχάριστο ήταν ...  

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Γεώργιος Δίλβοης (George Dilboy)

Από το βιβλίο των Κωνσταντίνου Ι. Γκαρμάτη, Μαριάννας Ν. Μαστροσταμάτη "Μετά τα Αλάτσατα" - Οι Αλατσατιανοί ανά τον κόσμο"


Ο πρώτος Ελληνοαμερικανός που τιμήθηκε μετά θάνατον με το ανώτατο στρατιωτικό Μετάλλιο της Τιμής από το κογκρέσο των ΗΠΑ για τη γενναιότητα και την ανδρεία του ‘‘πάνω και πέρα από την πρόσκληση του καθήκοντος’’. Η ιστορία του Ελληνοαμερικανού ήρωα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκινάει από τα Αλάτσατα, όπου γεννήθηκε την 5η Φεβρουαρίου 1896. Ήταν γιος της πολυμελούς οικογένειας (με 9 παιδιά) του Αντωνίου και της Γιασεμής Διλβόη (το γένος Κόταρη). Ο πρώτος από την οικογένεια που μεταναστεύει για την Αμερική είναι ο πατέρας, ο Αντώνιος, το 1907. Θα τον ακολουθήσουν οι γιοι του, Δημήτριος, Γεώργιος, Κωνσταντίνος, Ευάγγελος, Ιωάννης και ο Νικόλαος (πού ίσως να ήταν ανιψιός και όχι γιος όπως έχει δηλώσει στα αρχεία του Ellis Island). Το 1911 μεταναστεύει η Μαριάνθη, η μεγαλύτερη κόρη, που θα παντρευτεί στην Αμερική τον Αλατσατιανό Ιωάννη Ζαχαρούλη, αλλά θα πεθάνει στα 26 της χρόνια το 1918 (τότε που σκοτώνεται και ο Γεώργιος).


Ο πατέρας εργάζεται στο γενικό νοσοκομείο της Βοστώνης και εκεί θα εργαστούν και τα παιδιά του. Ο Γεώργιος θα συνεχίσει το σχολείο κι έπειτα θα εργαστεί ως εργάτης σε βιοτεχνία παπουτσιών στο Κιν του Νιου Χαμσάιρ (Keene, New Hampshire) και ως υπάλληλος στο ξενοδοχείο Κόμπλι Σκουέαρ (Copley Square).Από τα αμερικανικά αρχεία μετανάστευσης μαθαίνουμε πως ο δεκαεξάχρονος Γεώργιος Διλβόης, μαθητής ακόμη, αποχαιρετά τη μητέρα του Γιασεμή στα Αλάτσατα και φεύγει από το λιμάνι της Πάτρας με το πλοίο Αλίκη (Alice) την 20η Δεκεμβρίου 1909, με τελικό προορισμό τη Βοστώνη. Το 1914, ο Γεώργιος Διλβόης, στα 18 του χρόνια, ακολουθεί την ομάδα του ιερέα Αμβρόσιου Παρασχάκη και έρχεται μαζί τους στην Ελλάδα, για να πολεμήσει τους Τούρκους.

Μετά την αποτροπή τους από τον Βενιζέλο, μένει για ένα σχεδόν χρόνο στη Χίο, όπου έχει καταφύγει η μητέρα του και τα αδέλφια του, εξ αιτίας του Πρώτου Διωγμού των Αλατσατιανών (1914-1918). Τον αποχαιρετούν και πάλι το Φεβρουάριο του 1915, που φεύγει για την Αμερική. Το 1916 κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό, στον Η 1ο λόχο, 26ο τμήμα, της 103ης μοίρας πεζικού του Κιν της πολιτείας της Μασαχουσέτης. Την ίδια κιόλας χρονιά, με εντολή του στρατηγού Τζων Πέρσινγκ (John Pershing), παίρνει μέρος στις επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις ‘‘εθνικής ασφαλείας’’ (1916-1917) εναντίον των επαναστατών (Πάντσο Βίλλα) στα βόρεια σύνορα του Μεξικού που θα χαρίσουν στο Γεώργιο Διλβόη, κατά την απόλυσή του από το στράτευμα το 1917, τρία μετάλλια, του Μεγάλου Στρατού, της Δημοκρατίας και των Βετεράνων του Ισπανικού Πολέμου. Το Μάιο του 1918, λίγο πριν από τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και μετά την κατάληψη από τα γερμανικά στρατεύματα του Σατώ Τιερύ και της Φλάνδρας στη Γαλλία, οι συμμαχικές δυνάμεις Αγγλίας και Γαλλίας, ενισχυμένες από τον αμερικανικό στρατό, εξαπέλυσαν αντεπίθεση στον ποταμό Μάρνη (18 Ιουλίου-4 Αυγούστου 1918) που έληξε υπέρ των συμμάχων.

Ο Γεώργιος Διλβόης κατατάσσεται εθελοντής και αποστέλλεται στη Γαλλία. Την 18η Ιουλίου βρίσκεται ...

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Τσιγάρο - κοιλιά - ελενίτ και Μερσεντές

Του Σταύρου Θεοδωράκη

Τα μεσημέρια που ο πολύς ο κόσμος είναι στις παραλίες εγώ περπατώ στον ίσκιο. Το εκτυφλωτικό φως του Αυγούστου είναι σαν να σκανάρει την ασχήμια που έχει προστεθεί στον τόπο μας τα τελευταία χρόνια. Άντρες στα καφενεία γεμίζουν τασάκια και κοιλιές, γυναίκες θρέφουν περιφέρειες στις ξαπλώστρες, παιδιά «λούζονται» αναψυκτικά και μπισκότα. Γύρω τους πλαστικές καρέκλες, ξέχειλοι σκουπιδοτενεκέδες, προσθήκες με αλουμίνια και ελενίτ, Χιουντάι, τζιπ και Μερσεντές (στα σοκάκια και στην άμμο), συνθέτουν το ντεκόρ μιας παρηκμασμένης ευδαιμονίας.

Όλα αυτά βέβαια υπήρχαν και πέρυσι και πρόπερσι αλλά ...

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Ελληνική οικογένεια στην παραλία

Του Δημήτρη Καμπουράκη

Δεν είμαι ούτε σνόμπ, ούτε κοκορόμυαλος. Έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Κάνω διακοπές όπως κάθε συνηθισμένος Έλληνας. Δεν κλείνω πεντάστερο στη Μύκονο για να μείνω, προτιμώ το χωριό μου. Δεν καταφεύγω σε ιδιωτικές παραλίες ή σε σκάφη για να κάνω το μπάνιο μου, πιάνω μια ξαπλώστρα μέσα στον σωρό. Δεν τρώγω σε ακριβά εστιατόρια, προτιμώ το ταβερνάκι πάνω από την παραλία με τα λαδερά και τις χωριάτικες. Όταν πάω σε κανένα μπαρ, δεν στρογγυλοκάθομαι στα τραπέζια του πάνω διαζώματος με το face control, αλλά στέκομαι κάτω στις μπάρες με όλο τον κόσμο. Δεν παριστάνω τον φιλολαϊκό, απλώς έτσι έχω μάθει κι έτσι κάνω. Υπάρχουν όμως φορές που όλα τούτα τα σκυλομετανοιώνω. Ξέρετε πότε; Μόλις πέσω πάνω σ’ αυτή την κατάρα που ονομάζεται «μικροαστική ελληνική οικογένεια».


Γιατί άραγε ...

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Αναδημοσίευση

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

OI ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ "ΕΝΩΤΙΚΩΝ" ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Ο ρόλος του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Ο μητροπολίτης Εφέσου, άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, κλωτσάει με αγένεια την καθολική θεία κοινωνία. Για την ασέβειά του αυτή ωρύεται στα πόδια του και παρακαλάει για την Ένωση και τη σωτηρία της Πόλης ένας καθολικός καλόγερος καπουτσίνος. Ο άγιος ματαίωσε, εφαρμόζοντας την πρακτική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την κατάληψη. Η Εκκλησία της Ελλάδος... γιορτάζει τη μνήμη του στις 19 Ιανουαρίου.

Ο ορθόδοξος Κλήρος της εποχής της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ως γνωστόν, εκήρυττε, ότι ήταν «θέλημα Θεού» η Πόλη να τουρκέψει, «θεϊκή βούληση και τιμωρία», «Θεία Πρόνοια» και άλλα. Μέσα στα πλαίσια της «θέσης» αυτής της Εκκλησίας ήταν η εχθρότητά της κατά των Καθολικών της Ευρώπης, για την οποία καυχάται έως σήμερα. Αποτέλεσμα της εχθρότητας αυτής ήταν η αποτυχία της ένωσής της με την Καθολική Εκκλησία και η πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους, που κι αυτή συντελέστηκε με εσωτερική προδοσία. Κεντρικό πρόσωπο της τραγωδίας αυτής αποτέλεσε ο ανακηρυχθείς άγιος και στυλοβάτης της Ορθοδοξίας μητροπολίτης Εφέσου, Μάρκος ο Ευγενικός.

Κατά τις αρχές του 15ου αιώνα οι Τούρκοι χωρίς καμμία σχεδόν αντίσταση των τοπικών αρχόντων και με την βοήθεια των κληρικών είχαν εισβάλει στα Ελληνικά εδάφη ως «ελευθερωτές» απ’ τον βυζαντινό ζυγό. Γράφει ο Άγγλος συγγραφέας και περιηγητής R. Walpole στο έργο του «Travels in various Countries», σελ. 216 για την σχέση της Εκκλησίας με τους Τούρκους: ...

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Το μεγάλο κύμα

Tης Ρέας Βιτάλη

Δεν ξέρω γιατί, αλλά η μια σκηνή σέρνει από τη μύτη την άλλη, στο μυαλό μου… Κι ας απέχουν χρονικά, τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Η μια σκηνή εκτυλίσσονταν στο Αστέρα της Βουλιαγμένης στην παιδική μου ηλικία. Ο πατέρας μου έμαθε να κολυμπάει μεγάλος και είχε πάντα ένα δέος απέναντι στη θάλασσα. Από τη στιγμή λοιπόν που ξεκίνησε με ένα φίλο του τα μαθήματα κολύμβησης, είχε βάλει στόχο την εξέδρα. Κι ήταν τόσο «απόλυτα δικό του», το βλέμμα του, κάθε φορά που την έφτανε και την έπιανε, που θυμάμαι ότι σκοτωνόμουν να τον προσπεράσω για νάμαι μάρτυρας της στιγμής της απόλυτης ικανοποίησής του, να τραβήξω μια φωτογραφία με τον νου…. Ένα πολύτιμο «κλικ»! Που κρατάω χρόνια στην καρδιά μου…

Η άλλη σκηνή εκτυλίσσεται στην αγαπημένη μου παραλία, στην Τήνο... Το νησί που αμολήσαμε άγκυρα τα τελευταία χρόνια. Πανομοιότυπα, μπαίνω κάτω από την ομπρέλα, τακτοποιώ γύρω μου, βιβλία, τσαντάκια, κινητά, τα παιχνίδια του Κωστάκη… Φτιάχνω την πετσέτα, κάθομαι ανακουφισμένη κι αγναντεύω … Παραλία 70ties! Με τεράστιες γιαγιάδες με μαγιό πολυφορεμένα και βλέμμα ραντάρ για το εγγόνι, με ζευγαράκια ξέγνοιαστα, με κανένα ξέμπαρκο παπά που ο αέρας παίζει με τα ράσα του ή με καμιά επισκέπτρια για τάμα… Που έχει μαζί της «το τάμα»…Τι ηρωικές αυτές οι μάνες! Τι απέραντη αντοχή και κουράγιο αναβλύζουν. Η Τήνο μου! Λατρεμένη για την απογείωση και προσγείωση που με κερνάει την ίδια ώρα… Μα όσο βαθαίνει το καλοκαίρι, η παραλία γεμίζει κόσμο τόσο, που δε προλαβαίνω να κατασκοπεύσω το έργο που εκτυλίσσεται κάτω από τη σκιά της κάθε ομπρέλας… Ένα σωρό άνθρωποι… Στη δική του ταινία ο καθένας. Μα όλοι επιτέλους γαληνεμένοι, νωχελικοί., σοφοί τεμπέληδες…

Ώσπου…

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Για τα πανηγύρια...


Της Ρέας Βιτάλη

Πανηγύρι στην Τήνο. Από τούτον το μήνα…Όρεξη νάχεις! Στην κεντρική πλατεία χωριού, των 8 κατοίκων. Σε μια μέρα, ανέβηκε ο πληθυσμός του, χίλια τα εκατό! Τραπέζια στη σειρά, τραπεζομάντηλα καρώ, λούζα και τηνιακό τυρί και η μαεστρία κάθε νοικοκυράς κερασμένη σε μικρό άσπρο πιατάκι.


Ο Διόνυσος, η Παναγία, ο προστάτης Άγιος…Όλοι παρόντες. Ιδίως ο προστάτης Άγιος…Απολύτως αξιοσέβαστος ως ενδιάμεσος, ως δικός «τους» άνθρωπος…Πέφτει ψηλά ο ουρανός… Που να φτάσει ως εκεί η φωνή τους; Πώς να παρακάμψουν την ουρά του ανθρώπινου πόνου; Που να πάρεις σειρά απευθυνόμενος στο Θεό! Κατέφυγαν πονηρά στο δικό «τους» άγιο. Να τον κανακεύουν, να τον δωροδοκούν, να του τάζουν, να έχουν ένα μέσον ρε αδελφέ… Έλληνες!

Στην κεντρική πλατεία λοιπόν. Γιορτάζουμε την Αγία Στιγμή. Την ιερότερη όλων. Το απόλυτο –τώρα- το Ελληνικό! Η ρακή ρέει, στόματα γελούν αποκαλύπτοντας ...

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Με γειά τον Πρόεδρο!

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Καλώ σε πορεία

Καλώ σε πορεία:

Όσους δεν έχουν βάλει βύσμα για μια μετάθεση στο στρατό ρίχνοντας στην παραμεθόριο άλλους που δεν είχαν

Όσους δεν έχουν δώσει χρήματα για να εγχειριστούν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους εκτός σειράς εις βάρος άλλων που δεν είχαν να πληρώσουν

Όσους δεν έχουν δώσει φακελάκι σε γιατρούς ή το κατήγγειλαν όταν τους ζητήθηκε

Όσους δεν έχουν δηλώσει ψευδή στοιχεία στην εφορία για να φοροδιαφύγουν

Όσους δεν έχουν φάει χρήματα της ασφάλισής τους και τώρα παραπονιούνται ότι αν και δούλευαν χρόνια έχουν λίγα συντάξιμα

Όσους δεν έχουν αποφύγει να πληρώσουν την ασφάλεια των εργαζομένων τους

Όσους ...

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

No better, no worse, no change

Tου Φώτη Γεωργελέ

Μια πρόσφατη ρύθμιση που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο των «αποσπάσεων» από τα σχολεία, το οποίο έχει οδηγήσει να έχουμε περισσότερους εκπαιδευτικούς από τα άλλα κράτη αλλά σχολεία με κενές θέσεις εκπαιδευτικών, ορίζει ότι οι διοριζόμενοι σ’ ένα σχολείο πρέπει να μένουν 3 χρόνια στη θέση τους. Η ρύθμιση δεν άρεσε σε κάποιους, γιατί «μετατρέπει την εργασία σε στρατιωτική θητεία». Επίσης και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι κακή, γιατί οδηγεί «σε σχολεία της Αγοράς». Αλλά και η καταγραφή των δημοσίων υπαλλήλων που γίνεται αυτό τον καιρό, μπας και μάθουμε ποτέ πόσοι είναι και από πόσες πηγές πληρώνονται, είναι κακή, γιατί «αποκαλύπτει προσωπικά δεδομένα που δεν ξέρουμε πώς θα χρησιμοποιηθούν».

Η μεγαλύτερη επιτυχία όσων θέλουν καθηλωμένη τη χώρα στη στασιμότητα είναι ...