Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Το αντιπαραγωγικό κράτος

Του Κ. Καββαθά

Τις προάλλες, ο ορθολογικός Πάγκαλος ξεμπρόστιασε τους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων για την αντιπαραγωγικότητά τους. Φυσικά επειδή δεν είναι δυνατόν να στιγματίζεται κάποιος ως αντιπαραγωγικός αν δεν έχει έργο να επιτελέσει, διότι τότε θα ονομαζόταν άεργος και όχι αντιπαραγωγικός, αυτό που θα εννοούσε μάλλον ο αντι-πρόεδρος ήταν ότι οι αξιωματικοί αντί να παίζουν bingo στις λέσχες της Αθήνας, ίσως θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο σε καμιά λέσχη της Κωνσταντινούπολης, ή των Τιράνων, για να δικαιολογούν και το μισθό τους.

Όταν το καλοσκέφτηκα, διαπίστωσα ότι είχε δίκαιο.

Γιατί λοιπόν το κράτος να συντηρεί στρατό, και αξιωματικούς και επιτελείς, γύρω στους 170,000 αν δεν μ’ εξαπατούν τα στοιχεία που διαρρέουν στο διαδίκτυο, αν δεν επρόκειτο ποτέ, ίσως και σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους να αξιοποιηθούνε καταλλήλως; Κι αυτό ας μείνει μεταξύ μας, δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που θα ήθελε όλο αυτό το δυναμικό να αξιοποιείται καταλλήλως.

Από την άλλη μεριά, γιατί να πληρώνουμε βρε αδελφέ, τόσα ΜΑΤ, αν πρόκειται να αξιοποιηθούν σε μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις όταν δηλαδή κάποιοι θα κατεβαίνουν κάπως πιο δυναμικά στο κέντρο; Πόσο παραγωγικοί είναι τελικά; Πόσο είναι το κόστος εργασίας ανά μονάδα έργου που παράγει ένας υπάλληλος των ΜΑΤ; Δέρνουν όλα τα ΜΑΤ; Όχι. Τότε γιατί να πληρώνουμε και όλους τους υπόλοιπους;

Μετά, το ερώτημα απευθύνεται και στους πυροσβέστες. Γιατί δηλαδή να έχουμε κι από μια πυροσβεστική σε κάθε γωνιά κι από δέκα σε κάθε πόλη; Πόσες φορές πιάνει φωτιά ένα σπίτι; Ειδικά στην Ελλάδα, που είναι όλα τσιμεντένια, σπάνια. Άρα, γιατί πρέπει να έχουμε πυροσβεστική; Δεν είναι αντιπαραγωγική σαν υπηρεσία; Είναι!

Αμ τα σχολειά! Εκεί να δεις. Είναι δυνατόν να απασχολεί το κράτος δεκάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες δασκάλους και καθηγητές για 1+6+6+4 χρόνια για να μάθει το παιδί να συλλαβίζει και άντε το πολύ-πολύ να διαβάζει καμιά αθλητική; Και άντε, ας πούμε ότι κάποια παιδιά τα φωτίζει ο θεός και γίνονται γιατροί, γιατί εμείς να πρέπει να πληρώνουμε και για τα υπόλοιπα που δεν θα κάνουν τίποτε το παραγωγικό;

Είναι δυνατόν να συντηρούμε εμείς οι φορολογούμενοι αντιπαραγωγικές σχολές όπως φιλοσοφίας, ιστορίας, κοινωνιολογίας, και να μην υπάρχει ούτε μια σχολή επιχειρηματικότητας που να βγάζει επιχειρηματίες, το μόνο παραγωγικό και χρήσιμο κομμάτι της κοινωνίας; Πώς τους διέφυγε αυτή η αντίφαση των ορθολογικών εκσυγχρονιστών;

Γιατί να υπάρχουν ερευνητικά ιδρύματα; Τι είναι η γνώση, αν δεν υλοποιείται σε προϊόν που να πουλιέται πάραυτα σε Malls; Μπαρμπούτσαλα.

Γιατί στο κάτω κάτω να υπάρχει και Βουλή; Τι έργο παράγουν οι βουλευτές; Πόσο μάς στοιχίζει η ανάταση χειρός, αυτό το ‘ΝΑΙ” ή “ΟΧΙ” τέλος πάντων που χρειάζεται να πουν σε ψηφοφορίες με προαποφασισμένο αποτέλεσμα; Αφού έτσι κι αλλιώς ό,τι είναι να ψηφιστεί, θα ψηφιστεί. Γιατί να χρειαζόμαστε να συμβαίνει μέσα από μια πανάκριβη τελετουργία;

Εμ, κι ο Πρωθυπουργός! Πόσο παραγωγικός είναι ο άνθρωπος; Δεν θα μπορούσε τη δουλειά αυτή να την κάνει κάποιος πιστοποιημένος μεταφραστής, ο οποίος τουλάχιστον να γνώριζε ελληνικά;

Μ’ αυτά και με κείνα θεωρώ ότι ο Πάγκαλος είχε δίκαιο. Και αν με ρωτήσετε αν είναι και ο ίδιος παραγωγικός, θα σας απαντήσω ότι είναι και μάλιστα πολύ. Όχι σαν πολιτευτής φυσικά, αλλά σαν μια πρώτης τάξεως κοπρομηχανή…

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Αλεξάκης: «Κατεβάστε και καμία ιδέα»

του Σταύρου Θεοδωράκη

Οι πορείες είχαν τελειώσει αλλά στους δρόμους υπήρχαν ακόμη αποκαΐδια. Ραντεβού, μου έδωσε στο κέντρο. «Για να επισκεφθώ πρώτα το μέτωπο», μου είχε πει. Τα γεγονότα δεν τα είχε ζήσει – ήταν στον Παρίσι, όταν ο Κορκονέας σκότωσε τον μαθητή – και ήθελε, από ότι φαίνεται, να μυρίσει λίγο τον αέρα της μάχης. Τελικά μου παρουσιάστηκε χαμογελαστός. Δεν τον περίμενα αλλά τώρα που το σκέφτομαι αυτόν τον άνθρωπο δεν τον έχω δει ποτέ συνοφρυωμένο. Πάντα ένα μικρό χαμόγελο τραυματίζει την εικόνα του σοβαρού διανοούμενου που έχουν οι Έλληνες γι’ αυτόν. Μόλις δώσαμε τα χέρια άρχισα τις ερωτήσεις.

Πως είδατε τον «ελληνικό Μάη».

- Η διαφορά είναι ότι η γενιά του Μάη του ’68 προέρχονταν από μια κοινωνία η οποία αμφισβητούσε ειλικρινά το μοντέλο της κατανάλωσης, το αμερικάνικο μοντέλο. Ενώ σήμερα καίνε το αυτοκίνητο του οποίου δεν έχουν τα κλειδιά. Είδαν τα κοκτέιλ μολότοφ σαν πιστωτικές κάρτες. Δεν μπορώ να μπω στο μαγαζί που έμπαινε η μάνα μου από την πόρτα, θα μπω από την τζαμαρία.

Σας θύμισε έστω την εξέγερση στα προάστια του Παρισιού;

- Όχι, μόνο η αφετηρία ήταν ίδια. Στο Παρίσι 2 νεκρά παιδιά, στην Αθήνα 1. Αλλά στην Γαλλία εξεγέρθηκαν, οι αποκλεισμένοι. Όταν έχεις πατέρα από τη Σενεγάλη ή από την Αλγερία πολύ δύσκολα σε προσλαμβάνουν οι επιχειρηματίες. Και στην τηλεόραση, δεν εμφανίζονται συχνά μαύροι ή έστω Άραβες. Εδώ όμως μαθαίνω ότι βγήκαν στους δρόμους τα παιδιά των γιατρών, των καθηγητών, των δικαστικών, τα παιδιά της Κυβέρνησης δηλαδή. Σίγουρα μέσα σε αυτόν τον κόσμο που έτρεχε στους δρόμους υπήρχαν και χιλιάδες άλλες περιπτώσεις.

Πάντως όντως δεν ξεκίνησε από τους αποκλεισμένους. Ο Αλέξανδρος άλλωστε έμενε στο Παλαιό Ψυχικό και η μητέρα του είχε χρυσοχοείο στον ακριβότερο δρόμο των Αθηνών.

-Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί συνέβησαν όλα αυτά. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα διπλό δράμα εδώ. Δεν είμαι ψυχαναλυτής της νεολαίας αλλά αυτά τα παιδιά βρίσκονται σε αδιέξοδο. Το όνειρο ζωής που τους έχει πουλήσει η κοινωνία, η εύκολη οικονομική επιτυχία δηλαδή, βλέπουν ότι δεν μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί.

Η επιτυχίες του μπαμπά και της μαμάς δεν μπορούν να συνεχιστούν.

- Ακριβώς. Το πλαστό όνειρο, τα ακριβά αμάξια, οι εξωτικές διακοπές, απομακρύνονται.

Τα όσα φώναξαν τα παιδιά, πως τα βρίσκεται;

- Επειδή δεν θέλω να τα κολακέψω θα τους έλεγα ευθέως «κατεβάζετε τις τζαμαρίες εντάξει, αλλά κατεβάστε και καμία ιδέα». Δεν μπορώ να ακούω διαφορές ανοησίες που έλεγαν και οι γιαγιάδες μας για την αγάπη και το χωριό τους. Διαβάστε Αριστοτέλη, κάντε κάτι . Αλλά θα μου πείτε ο Καραμανλής δεν έχει ιδέα, στο Κοινοβούλιο δεν έχουν ιδέες, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ιδεολογία, ποιος θα πει κάτι καινούριο σε αυτή τη Χώρα;

Για πείτε μου εσείς κάτι καινούργιο.

-Να αρχίσουμε να κοιτάμε και πιο πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Να δούμε ότι υπάρχει ένα δις πεινασμένοι. Να αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι με τους μετανάστες μας. Να ζητήσουμε ψήφο από τα 16. Για όλα αυτά φώναξαν; Ή τουλάχιστον έκαψαν τα αυτοκίνητα που μολύνουν περισσότερο την ατμόσφαιρα, να γλιτώσουμε από αυτά τα θηριώδη τζιπ.

Φώναξαν κυρίως «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αυτό ίσως που φώναζαν κάποτε και οι γονείς τους. Ωσάν οι «μπάτσοι» να είναι σήμερα, ο σημαντικότερος κρίκος της εξουσίας.

-Σε καμία περίπτωση. Λες και παίζουμε σε θέατρο σκιών. Δε θα προχωρήσουμε ποτέ δηλαδή; Απλώς θα καταλήξουμε να προσθέσουμε και μια παράσταση με τίτλο «Ο Καραγκιόζης κουκουλοφόρος»;

Σας ενόχλησαν οι κουκούλες;

-Το μόνο που με προβληματίζει με τις κουκούλες είναι ότι όλοι θα μπορούν να ισχυρίζονται ότι ήταν και αυτοί στα γεγονότα. Όλα αυτά, σε λίγο, θα γίνουν αναμνήσεις παλαιών πολεμιστών και ο καθένας θα λέει «ήμουν και εγώ εκεί».

Κάπως έτσι κύλησε η κουβέντα μου με τον συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη λίγες μέρες μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Δυο χρόνια από τότε δημοσιογράφοι, πολιτικοί, καθηγητές συνεχίζουν να κολακεύουν την «γενιά του Αλέξη» λέγοντας ψεύτικες ιστορίες και πουλώντας προστασία. Ένας καθηγητής δήλωσε ότι η νεολαία εξεγέρθηκε το 2008 γιατί διαισθάνθηκε την κρίση του 2010! Ένας πολιτικός φώναξε ότι είναι έτοιμος να μπει ο ίδιος φυλακή (sic) για τους αγώνες της νεολαίας! Ένας δημοσιογράφος έγραψε ότι η χούντα του ΔΝΤ θα σκοντάψει σε ένα Δεκέμβρη που θα θυμίζει έναν Νοέμβρη! Άρες μάρες κουκουνάρες δηλαδή που δεν θα είχαν καμία τύχη αν οι υπόλοιποι μπορούσαμε να συνομιλήσουμε οι ίδιοι με τη νέα γενιά. Δεν μπορούμε όμως. Οι περισσότεροι άλλωστε σε αυτή την κοινωνία – από τους πολιτικούς ηγέτες μέχρι τους γραφιάδες και από τους συνδικαλιστές μέχρι τους διανοούμενους –είναι ή μάλλον είμαστε αφοσιωμένοι στην προσπάθεια να σώσουμε το τομάρι μας. Και αφήνουμε τους γεροντοέφηβους να απλώνουν χέρι, αντί - όπως θα έλεγε και ο Αλεξάκης – να τους το κόψουμε.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Δες κάτι αστείο

Του Γιάννη Καλαμίτση


Εσυ, μου είπε ο διευθυντής μου, θα γράφεις αστεία χρονογραφήματα, για αστεία πράγματα. Τα σοβαρά θα τα γράφουν άλλοι! Το δέχομαι και πολύ ευχαρίστως!

Δες λοιπόν κάτι αστείο: σαν σήμερα πέθανε ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Το 1912. Πού είναι το αστείο; Οχι στο ότι πέθανε, αλλά στο πώς! Σκοτώθηκε, σε πόλεμο, υπερασπιζόμενος την Πατρίδα. Δεν έχει πλάκα, σήμερα, 2010, να λες πως κάποιος έπεσε υπέρ Πατρίδος, όταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης χαρακτηρίζει όσους είναι στις Ενοπλες Δυνάμεις τουλάχιστον ως «μη παραγωγικούς»;

Ο Μαβίλης ήταν από πλούσια οικογένεια και έγραφε ποιήματα. Στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912, παρά τα 53 του χρόνια, κατετάγη ...