Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Το κίνημα του τζάμπα και ο επιχειρηματίας με το πούρο


Tου Στεφανου Κασιματη

Eίναι μια παρέα ηλικιωμένων ανθρώπων που πλησιάζουν τα ογδόντα. Ολοι τους πρώην αριστεροί, αηδιασμένοι σήμερα με την αυτοκαταστροφική εξαλλότητα της Αριστεράς, γνωρίστηκαν στις εξορίες και ώς σήμερα διατηρούν τη φιλία τους. Στην τελευταία συνάντησή τους, ένας από την παρέα αφηγήθηκε την περιπέτεια που είχε λίγο πριν στο λεωφορείο, καθώς ερχόταν στην τακτική εβδομαδιαία συνάντηση των παλιών φίλων. Ενας νεαρός, με χαρακτηριστική όψη φοιτητή, τον είδε να ακυρώνει το εισιτήριό του και τον επέκρινε δημοσίως. Πώς είναι δυνατόν, όταν η κυβέρνηση κόβει τις συντάξεις, αυτός να πληρώνει εισιτήριο; «Γιατί αν δεν πληρώνω συγκοινωνίες, δεν θα έχω συγκοινωνίες», του απάντησε κοφτά ο ηλικιωμένος και έστειλε τον αναιδή πιτσιρικά (φραστικά, ευτυχώς) εκεί όπου έπρεπε.

Το κίνημα του τζάμπα στις συγκοινωνίες, που υποδαυλίζεται φανερά από το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τα Εξάρχεια, δεν μας προέκυψε από το πουθενά. Είναι η άλλη πλευρά του νοσηρού φαινομένου της ιδιοποίησης του νόμου και της ατιμωρησίας, που εδώ και χρόνια το ανεχόμαστε, κυρίως από τις τάξεις των ισχυρών της κοινωνίας. Η διαφορά είναι ότι, τώρα, εξαιτίας της εγκληματικής ανοησίας της Αριστεράς, το βλέπουμε πια να εκδηλώνεται και ως κίνημα των ανίσχυρων στις συγκοινωνίες. Στην πραγματικότητα, είναι η άλλη όψη της παθογένειας που περιγράφεται γλαφυρά σε ένα άλλο πρόσφατο περιστατικό, με πρωταγωνιστή γνωστό επιχειρηματία, που έχει προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της γραφικότητας. Πρωί πρωί, ένας τραπεζικός υπάλληλος περιμένει στο φανάρι, όταν βλέπει από τον καθρέφτη να πλησιάζει το αυτοκίνητό του από πίσω ένα θηριώδες τζιπ με κατάμαυρα τζάμια. Το τζιπ μειώνει ταχύτητα, ωστόσο συνεχίζει να πλησιάζει επικίνδυνα το αυτοκίνητο του τραπεζικού, ώσπου χτυπάει επάνω του. Ο τραπεζικός τα χάνει. Πιστεύει ότι ο οδηγός του τζιπ πρέπει οπωσδήποτε κάτι να έπαθε και έχασε τις αισθήσεις του. Βγαίνει από το αυτοκίνητο του ταραγμένος και πλησιάζει το τζιπ, φανταζόμενος τα χειρότερα: ότι, π.χ., θα αντικρίσει έναν άνθρωπο στον επιθανάτιο ρόγχο του πεσμένο επάνω στο τιμόνι. Ομως το τζάμι στην πόρτα του οδηγού ανοίγει και βλέπει έναν πασίγνωστο επιχειρηματία της νύχτας, με ένα πούρο σφηνωμένο στο στόμα, τον οποίον όλη η Ελλάδα είδε να καταδικάζεται και την επομένη να αποφυλακίζεται με ανήκεστο βλάβη. «Δεν με είδατε μάλλον;», του λέει φοβισμένος, για να αποφύγει μια αναμέτρηση από την οποία είναι αδύνατο να βγει κερδισμένος. «Πως, σε είδα», του απαντά μες απ’ την μακαριότητά του ο επιχειρηματίας, «αλλά σε έγραψα στα...» -καταλαβαίνετε. Εφυγε έντρομος, χωρίς άλλη κουβέντα...

Είναι λυπηρό ότι η κυβέρνηση δεν δείχνει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει σοβαρά το νοσηρό φαινόμενο της ιδιοποίησης του νόμου. Από την μια, παραδέχεται την απελπισία της, όταν στελέχη της κολακεύουν το λαϊκό αίσθημα, επαναλαμβάνοντας ότι «κάποιος πρέπει να πάει φυλακή». Από την άλλη, όμως, μεθοδεύει οφθαλμοφανείς συναλλαγές, όπως στην υπόθεση του πορίσματος για τη Siemens, το οποίο μόνον ως εμπαιγμός μπορεί να εκληφθεί. Για να το πω με τους όρους του σημερινού προβλήματος στις συγκοινωνίες, η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα ελέγξει τους αδύναμους που αρνούνται (βλακωδώς) να πληρώσουν εισιτήριο, όταν δεν τολμά να τα βάλει με τους συνδικαλιστές του ΟΑΣΑ που γράφουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων εκεί όπου γράφει τον φουκαρά τραπεζικό ο νονός με το πούρο...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου